Οργή (μέρος πέμπτο)

69 8 10
                                    



  Κατεβήκαμε κάτω στο σαλόνι. Σήκωσε ένα μπρελόκ με κλειδιά από το τραπεζάκι μπροστά μας και άνοιξε μια πόρτα στα δεξιά. Για μια ακόμα φορά ήξερε που πήγαινε και τι έκανε, δεν έψαχνε καθόλου.
Πίσω από την πόρτα αποκαλύφτηκε ένα γκαράζ. Μία λευκή δίπορτη μερσεντές ήταν αραγμένη εκεί. Την ξεκλείδωσε και μπήκαμε μέσα. Έβαλε μπρος και φύγαμε από εκεί.

Δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μια ματιά από την ώρα που εκείνα τα λόγια ειπώθηκαν

   »...Γινόταν 7 χρόνια!... 7 χρόνια...! 8 χρόνια δούλευε η Αγγελική σε εκείνο το γραφείο... 7 χρόνια εξωσυζυγικής σχέσης και εγώ ο χαζός την εμπιστευόμουν όσο δεν πάει. 7 Χρόνια με ένα κάθαρμα σαν αυτόν! Ποιος ήταν ποιο χαζός τελικά... Εγώ ή αυτή...; Δεν τολμούσα να την κοιτάξω... Κατάλαβα έστω και τόσο αργά ποιος ή μάλλον ποια ήταν μέσα στο σώμα μου και δεν μπορούσα να πω λέξη

   »...Οτιδήποτε και να ακούσεις θέλω να ξέρεις ότι εγώ ακόμα σε αγαπάω... Λέξεις που είχαν βγει από το στόμα της λίγο πριν κατεβούμε από το τζιπ και συναντήσουμε ατό το κάθαρμα... Αλλά τότε γιατί;

   Είχε μεσημεριάσει . Οδηγούσαμε σε μια Καλαμάτα γεμάτη κίνηση. Η Αγγελική ήταν σιωπηλή πίσω από το τιμόνι. Την κοίταξα και συνειδητοποίησα ότι έκλαιγε. Δεν ήξερα τι να κάνω. Πέντε χιλιάδες ερωτήσεις περνούσαν από το κεφάλι μου και καμία δεν έβγαινε προς τα έξω.

  Σταματήσαμε έξω από το αστυνομικό τμήμα, έσβησε το αμάξι και όσο περιμέναμε έγινε κάτι μαγικό... Το αίμα που ήταν απλωμένο πάνω στο μαύρο παντελόνι άρχισε να κινείτε. Μαζεύτηκε όλο σε ένα σημείο, μετά από λίγο άρχισε να κυλάει προς τα κάτω, πέρασε και τα παπούτσια και σε λίγα δευτερόλεπτα ήταν όλο πάνω στο πατάκι του οδηγού της Μερσεντές.

  Η τύχη μας ευνόησε για άλλη μια φορά και ο τρίτος άντρας στις φωτογραφίες αυτός που ήταν στην τρίτη φωτογραφία μόνος του ή μάλλον όχι μόνος του αλλά με την γυναίκα μου δεμένη στο κρεβάτι  και ένας θεός ξέρει τι έκανε σε αυτήν   μόλις μπήκε στο κτήριο.

   Η Αγγελική κατέβηκε από το αμάξι, εγώ ακολούθησα. Έβλεπα το σώμα μου να κινείτε προς το κτήριο και ένιωθα ότι κάτι κακό θα συμβεί. Το αστυνομικό τμήμα δεν είχε ιδιαίτερη κίνηση μάλλον λόγο ότι ήταν Κυριακή. Ήμασταν μέσα στον μεγάλο τεράστιο διάδρομο του κτιρίου. Πόρτες δεξιά αριστερά και κάπου στο βάθος συζητήσεις. Ακριβώς μπροστά μας ήταν μια μεγάλη τζαμαρία με κάγκελα και ένα παραθυράκι. Πίσω από αυτήν μία αστυνομικός καθόταν σε μια καρέκλα και κοιτούσε την Αγγελική στο σώμα μου. «Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;» ρώτησε
  «Ναι για την ακρίβεια μπορείτε» χαμογελούσε «ψάχνω τον κύριο Παναγιώτη Παπασταθ(...)»
  «Δώστε μου ένα λεπτό να δω αν είναι διαθέσιμος» είπε χαρούμενα η υπάλληλος και σήκωσε το τηλέφωνο.

Ιστορίες τρόμου (Κύκλος τρίτος) {TYS_GR}Donde viven las historias. Descúbrelo ahora