Οργή (μέρος τρίτο)

50 6 9
                                    


  Ξημέρωνε. Το σώμα μου μας οδήγησε πίσω στην εθνική οδό με το τζιπ να είναι κολλημένο στην ταχύτητα των 100 km/h. Πατώντας την άσφαλτο η βελόνα του ταχύμετρου ανέβηκε περισσότερο. Κατευθυνόμασταν προς την πόλη που ήταν και το γραφείο που δούλευε η Αγγελική. Κατεύθυνση στην οποία έγινε και το εικονικό ατύχημα, μάλιστα πλησιάζαμε και την τοποθεσία. Σε 50 περίπου μέτρα. Το σώμα μου πάτησε περισσότερο γκάζι και το περάσαμε με μεγάλη ταχύτητα χωρίς να το κοιτάζει καν. Έναν ολόκληρο μήνα τώρα αυτό το σημείο στοίχειωνε όλα τα όνειρα μου. Με ανακούφιση έβλεπα να το περνάμε γρήγορα.

Μπήκαμε στην πόλη, οδηγούσε μέσα σε μικρά στενάκια χωρίς να φαίνεται ότι έχουμε χαθεί όμως.

Φαινόταν αποφασισμένος πίσω από το τιμόνι...
Αποφασισμένος για γιατί πράγμα όμως;
Σίγουρα για κάτι που θα ανακάλυπτα σύντομα...

  Το τζιπ σταμάτησε. Κατεβήκαμε από το αμάξι. Ήμασταν μπροστά σε μια μονοκατοικία με σιδερένια γρι ξεβαμμένη και σκουριασμένη εξώπορτα. Το σώμα μου ξεκούμπωσε το πάνω κουμπί του πουκαμίσου αφήνοντας τον λαιμό του ακάλυπτο και χτύπησε το συρμάτινο τζάμι με δύναμη.
Λεπτά αργότερα μετά από φρενήρης επανωτά χτυπήματα στο τζάμι της πόρτας αυτή άνοιξε. Ένας νεαρός αγουροξυπνημένος και φανερά νευριασμένος εμφανίστηκε. Το σώμα μου τον έσπρωξε βίαια κατευθείαν προς τα πίσω και ο νεαρός έπεφτε έκπληκτος στο έδαφος ενάμιση μέτρο μακριά μας.
  «Για σου Μάρκο» άκουσα να λέει το σώμα μου
  «Ποιος... ποιος είσαι;» ρώτησε ο ξαπλωμένος ενώ εμείς μπαίναμε μέσα στο σπίτι
  «Θα καταλάβεις αρκετά σύντομα...» ένα παγωμένο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του σώματος μου που με έκανε να ανατριχιάσω και η πόρτα έκλεισε. Είχα μείνει στην άκρη σε ρόλο του θεατή παρακολουθώντας την σκηνή.

Ο πεσμένος με το όνομα Μάρκος άρχισε να απομακρύνεται προς τα πίσω.

Το σώμα μου έβαλε το χέρι του πίσω από την πλάτη και έβγαλε το μεγάλο κατσαβίδι. Δεν είχα προσέξει ότι το είχε πάρει από το αμάξι.
Ο Μάρκος ξαπλωμένος πάνω στα πλακάκια βρισκόταν τώρα σε πανικό προσπαθώντας να ξεφύγει από εμάς ή εμένα η από το σώμα μου μιας και εμένα δεν έδειχνε σημάδια ότι με βλέπει και σερνόταν προς τα πίσω όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Το σώμα μου έκανε μερικά αργά βήματα προς αυτόν χαμογελώντας.
Ο Μάρκος γύρισε σηκώθηκε στα γόνατα έτοιμος να αρχίσει να τρέχει. Το σώμα μου αύξησε ταχύτητα σοβαρεύοντας.
Η κλοτσιά τον βρήκε στα πλευρά και άκουσα την ανάσα του να κόβεται κυριολεκτικά. Ο Μάρκος βρισκόταν για μια ακόμα φορά στο έδαφος διπλωμένος στα δύο από τον πόνο. Έβηχε.

Το σώμα μου ήταν από πάνω του. Το κατσαβίδι στα χέρια του έδειχνε απειλητικό.
Γονάτισε πάνω από τον ξαπλωμένο άντρα πλησίασε το πρόσωπό του σε αυτόν «Θα σου κάνω μερικές ερωτήσεις...» άρχισε να λέει με χαμηλή απειλητική φωνή «... αν απαντήσεις σε αυτές σου υπόσχομαι ότι θα πεθάνεις γρήγορα...» μικρή παύση «...αν όχι...» το κατσαβίδι κατέβηκε με δύναμη και ένα τρομερό ουρλιαχτό ακούστηκε... το κατσαβίδι ήταν καρφωμένο στην ανοιχτή παλάμη του ξαπλωμένου νεαρού άντρα... «...λοιπόν τι λες ξεκινάμε;»

Ο Μάρκος συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι του συνεχώς πάνω κάτω και με το πρόσωπο του σε εμφανές τρόμο.

   «Ερώτηση πρώτη. Τι έκανες την Κυριακή 22 Οκτωβρίου;»
  «Ε... τι... 22 Οκτωβρίου;»
Το κατσαβίδι βγήκε από την παλάμη του και καρφώθηκε μερικά εκατοστά μακριά από την προηγούμενη πληγή ουρλιαχτά αγωνίας και τρόμου ακολούθησαν.

  «22 Οκτωβρίου... έναν μήνα πριν... από τις 5 το πρωί μέχρι τις 9!» ούρλιαξε το σώμα μου συμπληρώνοντας την ερώτηση
  «Δεν ήξερα...» 'άρχισε να λέει ο Μάρκος μιξοκλαίγοντας «... στα αλήθεια δεν ήξερα...» συνέχισε «... Ο Βαγγέλης με πήρε τηλέφωνο την προηγούμενη μέρα να είμαστε πρωί πρωί στην καλύβα... εκεί μαζευόμασταν συνέχεια για κυνήγι. Δεν ήξερα στα αλήθεια δεν ήξερ...» το κατσαβίδι σηκώθηκε πάλι και έπεσε με δύναμη. Ο Μάρκος άρχισε να ουρλιάζει. Το κατσαβίδι δεν τον χτύπησε. Έπεσε δίπλα πάνω στα πλακάκια με θόρυβο. Το πρόσωπο μου ήταν απίστευτα θυμωμένο. Τα μάτια του Μάρκου κοιτούσαν ορθάνοιχτα κατά πάνω. Έμοιαζε να είχε χάσει την αίσθηση με την πραγματικότητα.

   «Θα απαντάς μόνο ότι σε ρωτάω με λίγες λέξεις μόνο χωρίς δικαιολογίες...» του είπε το σώμα μου αργά και σταθερά. Ο Μάρκος κουνούσε το κεφάλι πάνω κάτω δείχνοντας ότι συμφωνούσε, σάλια έβγαιναν από το στόμα του   «...οτιδήποτε άλλο λες αυξάνει μόνο την διάρκεια ζωής σου» έκλεισε την πρόταση κοιτώντας στα μάτια τον Μάρκο που αυτός με την σειρά του είχε ασπρίσει από τον φόβο του.
«Ας ξεκινήσουμε πάλι. Τον κύριο Βαγγέλη τον ξέρω...» τόνισε την λέξη κύριο με έναν παράξενο ειρωνικό τρόπο και συνέχισε «...Θέλω να μου πεις ποιος ήταν ο τρίτος άντρας και που θα τον βρω.»

  «Δεν ξέρ... Δεν τον ήξερα, ο Βαγγέλης τον κάλεσε, εγώ πρώτη φόρα τον έβλεπα, στο ορκίζομαι σε ότι έχω ιερό, αλήθεια λέω, ο Βαγγέλης μας φώναξε και τους δύο... Είπε ότι είχε καινούργια κοπέλα, ήταν κάτι που γινόταν συχνά αλλά η κατάσταση ξέφυγ... Δεν ήθελα να συμβ...» Αστραπιαία το κατσαβίδι έπεσε. Το παραλήρημα του ξαπλωμένου άντρα είχε φτάσει  στο τέλος του. Ένα κατσαβίδι καρφωμένο με απίστευτη δύναμη  στο κρανίο του τον είχε αναγκάσει να σταματήσει και ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι το πλάσμα δίπλα μου παρόλο που είχε το δικό μου σώμα δεν ήταν από τον δικό μας κόσμο...

Ιστορίες τρόμου (Κύκλος τρίτος) {TYS_GR}Where stories live. Discover now