Οργή (μέρος πρώτο)

80 6 9
                                    



Βράδυ Κυριακής...
ένα ακόμα βράδυ...
της ίδιας χρονιάς...
στον ίδιο καναπέ...
με το τηλεκοντρόλ στο χέρι...

  Κοιτάω μια την τηλεόραση και μια το σταθερό τηλέφωνο που είναι στο τραπεζάκι απέναντί μου. Δεν περιμένω να καλέσει κάποιος... βασικά και να θέλουν δεν μπορούν να το καλέσουν μιας και το καλώδιο κρέμεται κομμένο δίπλα από το τραπεζάκι.
Τελευταία φορά που χτύπησε ήταν κοντά 1 μήνα πριν με τον πατέρα της γυναίκας μου να μου λέει ότι η κηδεία μπορεί να γίνει την επόμενη μέρα μιας και η νεκροτομή είχε ολοκληρωθεί. Κηδεία... Κηδεία της γυναίκας μου που ένας αστυνομικός μου είχε ανακοινώσει ότι έχασε την ζωή της σε αυτοκινητιστικό ατύχημα ξημερώματα Κυριακής καθώς πήγαινε στο μεσιτικό γραφείο που εργαζόταν σαν γραμματέας. Διαδρομή που είχε κάνει χιλιάδες φορές αν και σπάνια Κυριακές.

  Χαζές διαφημίσεις με αμέτρητες εναλλασσόμενες εικόνες περνούσαν από κανάλι σε κανάλι. Δεν κοιμόμουν η κοιμόμουν χωρίς να το παίρνω είδηση εκεί στον καναπέ ξαπλωμένος. Στην δουλειά δεν πήγαινα.
  Ο νεροχύτης ήταν γεμάτος βρόμικα πιάτα και γόπες από τσιγάρα. Νύχτωνε, ξημέρωνε και ξανά νύχτωνε σε δευτερόλεπτα. Που και πού άκουγα χτυπήματα στην πόρτα και έβλεπα τον εαυτό μου να διώχνει τους περίεργους ανήσυχους επισκέπτες βρίζοντάς τους. Είχε χαθεί κάθε έλεγχος.
  Ώρες ώρες έβλεπα το σώμα μου να σηκώνεται και να βγαίνει από το σπίτι με εμένα να συνεχίζω να βλέπω διαφημίσεις χωρίς νόημα. Επέστρεφε λίγη ώρα αργότερα με γεμάτες σακούλες από το σούπερ μάρκετ, τις άφηνε στο τραπέζι και ερχόταν και ξάπλωνε δίπλα μου. Είχαμε γίνει φιλαράκια εμείς οι δύο.

  Ένας φάκελος πέρασε κάτω από την πόρτα, σύρθηκε πάνω στα πλακάκια και μετά σταμάτησε. Πετάχτηκα πάνω, έτρεξα προς τα εκεί και το σώμα μου ακολούθησε. Τον σηκώσαμε. Ήταν μεγάλος... από αυτούς που χωράνε ολόκληρες σελίδες Α4 και ήταν σφραγισμένος. Ανοίξαμε την πόρτα... κανένας απ' έξω. Με τον φάκελο στα χέρια επιστρέψαμε στον καναπέ. Δεν είχε στοιχεία αποστολέα ούτε τίποτα άλλο γραμμένο πάνω του. Είχα κακό προαίσθημα για αυτό εδώ το...
  «Να το ανοίξουμε;» άκουσα το σώμα μου να ρωτάει δυνατά.
  "Άνοιξε το να τελειώνουμε με αυτήν εδώ την βλακεία" απάντησα
  Τα χέρια περιεργάστηκαν λίγο ακόμα τον φάκελο και με μία απότομη κίνηση έσκισαν την κορυφή του. Ο φάκελος ήταν πλέον ανοιχτός. Τέσσερις μεγάλες φωτογραφίες και μία σελίδα τετραδίου ήταν αυτά που μπορούσα να διακρίνω μέσα του. Καθάρισα το τραπέζι (πετώντας ποτήρια, πιάτα και ένα σταχτοδοχείο κάτω στα πλακάκια) και άδειασα το περιεχόμενο του φακέλου στο μαρμάρινο τραπεζάκι. Για κάποιον περίεργο λόγο οι φωτογραφίες έπεσαν αναποδογυρισμένες, δεν πείραζε, καλύτερα έτσι... Με αυτή την κίνηση συνειδητοποίησα και κάτι άλλο... για πρώτη φορά μετά από έναν μήνα είχα πάλι τον έλεγχο στο σώμα μου. Η έξαψη φαίνεται βοηθούσε πολύ σε αυτό.
Έπιασα την πρώτη φωτογραφία, την σήκωσα και την αναποδογύρισα πάνω στο τραπέζι.
  Η γυναίκα μου μόνο με τα εσώρουχα σε ένα λευκό δωμάτιο. Μοναδικό έπιπλο σε αυτό ένα παλιό μαύρο μεταλλικό κρεβάτι.
Σήκωσα γρήγορα την δεύτερη φωτογραφία.
Δύο άντρες δίπλα της αφαιρούσαν τα εσώρουχα. Αγωνία φαινόταν στο πρόσωπο της. Μώλωπες σε διάφορα σημεία του σώματος.
  Τρίτη φωτογραφία η γυναίκα μου γυμνή δεμένη πάνω στο κρεβάτι και ένας τρίτος άντρας από πάνω της και αυτός γυμνός.
  Τρέμοντας σήκωσα και την τέταρτη φωτογραφία. Το ίδιο λευκό δωμάτιο. Το κρεβάτι άδειο και στο κέντρο του δωματίου η γυναίκα μου. Γυμνή, κρεμασμένη με ένα σχοινί που ερχόταν από το ταβάνι. Το σώμα της σε πολύ άσχημη κατάσταση και τα μάτια της ανοιχτά να με κοιτάνε θαρρείς μέσα από την εικόνα. Η φωτογραφία μου έπεσε από τα χέρια πάνω στο τραπέζι με τα δύο μάτια να συνεχίζουν να με κοιτάνε.
  Το σώμα μου άρχισε να ουρλιάζει και εγώ ακολούθησα. Ουρλιάζαμε και οι δύο μαζί όσο πιο δυνατά μπορούσαμε. Αντικείμενα πετούσαν στον αέρα. Ουρλιαχτά και γυαλιά που έσπαγαν ηχούσαν σε όλο το σπίτι. Δεν είχα τον έλεγχο για μια ακόμα φορά και η τρέλα που είχε ξεσπάσει ήταν απίστευτη.
  Βρισκόμουν σε βομβαρδισμένη ζώνη μόνο που εγώ η μάλλον τον σώμα μου είχε εκραγεί μέσα σε αυτό το δωμάτιο.
  Έκατσα στον καναπέ και κοιτούσα τις φωτογραφίες ενώ το σώμα μου συνέχιζε την καταστροφική δουλειά του.
  Κρεμασμένη στο λευκό δωμάτιο και όχι νεκρή από τροχαίο, άρα το τρακάρισμα σκηνοθετημένο; Και δεν θα φαινόταν η διαφορά; Τι σκατά γίνεται εδώ!

  Το σώμα μου επιτέλους σταμάτησε τον τρελό κυκλώνα που είχε δημιουργήσει. Έκατσε στον καναπέ δίπλα μου ξεφυσώντας. «Πολύ τρελή αυτή η γαμημένη κατάσταση...» το άκουσα να μουρμουρίζει. Σήκωσε ξανά τις φωτογραφίες και τις κοιτούσε για ώρα.
  Τρεις άντρες που δεν γνώριζα είχαν παρασύρει, ασελγήσει, σκοτώσει την μοναδική γυναίκα που αγάπησα ποτέ μου και είχαν τα μέσα να σκηνοθετήσουν έναν ψεύτικο θάνατο...

Οκ τώρα τι γίνεται;

  Επόμενες κινήσεις... 1. διερεύνηση. Είχα τρία πρόσωπα. Έπρεπε να ανακαλύψω τι σχέση είχαν οι τρεις άντρες με την Αγγελική. Πού τους συνάντησε και με ποιόν τρόπο τους ακολούθησε σε εκείνο το καταραμένο δωμάτιο... 2. Ποιος έστειλε τον φάκελο... Ήταν ένας από τους τρεις που είχε τύψεις συνείδησης; Ήταν κάποιος τέταρτος που είχε πρόσβαση στο δωμάτιο; Αλλά το τρίτο και κυριότερο απ' όλα... έπρεπε να ξαναποκτήσω τον έλεγχο στο σώμα μου και δεν είχα ιδέα πώς θα το έκανα αυτό οπότε για πρώτη φορά μετά από έναν ολόκληρο μήνα άρχισα να κοιτάω το σώμα μου με περιέργεια. Γύρισε το κεφάλι του- κεφάλι μου και με κοίταξε και αυτό. Χαμογέλασε. Κάτι ανατριχιαστικά οικείο υπήρχε σε αυτό το χαμόγελο και πριν προλάβω να σκεφτώ σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει προς το μπάνιο. Έκανε ντους που κράτησε αρκετή ώρα. Που και που το άκουγα να κλαίει μέσα στην μπανιέρα.

Το νερό έκλεισε, βγήκε από το μπάνιο με μια πετσέτα και το ακολούθησα σιωπηλά στο υπνοδωμάτιο. Έβγαλε ένα μαύρο πουκάμισο από την ντουλάπα και ένα μαύρο παντελόνι μαζί με ένα μποξεράκι...
  "Όχι αυτά..." άρχιζα να φωνάζω με αγωνία "οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτά!" Σκατά δεν με άκουγε... τα συγκεκριμένα ρούχα μου τα είχε αγοράσει η Αγγελική πριν μερικούς μήνες λέγοντας μου με χαμόγελο πόσο πολύ θα μου πήγαιναν.
  Ήταν τρελό αλλά το ίδιο χαμόγελο φανταζόμουν ότι έβλεπα τώρα να αναδύεται από το σώμα μου όσο τα φορούσε...
  Πήρε τα κλειδιά του αμαξιού και βγήκε έξω. Το τζιπ ήταν στο γκαράζ, το έβαλε μπρος και εγώ κάθισα στην θέση του συνοδηγού. Ξεκινήσαμε. Δεν είχα ιδέα που πηγαίναμε για την ακρίβεια ρώτησα κιόλας αλλά δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει...
  Μόνο κοιτούσε μπροστά με ένα ύφος που προμήνυε μπελάδες.

Ιστορίες τρόμου (Κύκλος τρίτος) {TYS_GR}Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin