Θλίψη (μέρος δεύτερο)

53 6 8
                                    



  Η Αρετή με αγκάλιασε κλαίγοντας.  Είχε αρχίσει να συνέρχεται και έβλεπε τι γινόταν.  Αυτή ήταν που με συνέφερε στην πραγματικότητα.  Έπρεπε να φύγουμε από εδώ.  Ήμασταν ασφαλείς αλλά παγιδευμένοι σε αυτόν τον πύρινο κύκλο και η φωτιά αργά η γρήγορα θα έσβηνε...  και τότε τι;

Έπρεπε να βρούμε τρόπο να φύγουμε!

  Η φωτιά εξαπλωνόταν.  Τα πλάσματα έδειχναν να μας έχουν ξεχάσει προς το παρόν και είχαν γυρίσει όλα στα τραπέζια.  Η φρίκη συνεχιζόταν όσο απλωνόταν η φωτιά με περισσότερες εικόνες από την αίθουσα και όσο απλωνόταν η φωτιά τόσο απομακρυνόντουσαν τα θηρία.  Ήμασταν αναγκασμένοι να μένουμε άπραγοι και να βλέπουμε το φαγοπότι που εξελισσόταν μπροστά μας γνωρίζοντας ότι εμείς θα ήμασταν τα επόμενα θύματα_ γεύματα στην συνέχεια... Τρόμος, τρόμος και φλόγες η τρόμος στις φλόγες...  και οι φλόγες προχωρούσαν καταβροχθίζοντας ότι έβρισκαν μπροστά τους σχηματίζοντας ένα πύρινο μονοπάτι που έφτανε μέχρι το κέντρο της αίθουσας.

  Τα πλάσματα είχαν χωρίσει δεξιά και αριστερά από αυτήν τρώγοντας ότι έβρισκαν αγνοώντας μας η τουλάχιστον έτσι ελπίζαμε εμείς που μόνο τροφοδοτούσαμε την φωτιά να είναι αναμμένη και μη μπορώντας να κάνουμε κάτι άλλο.

Καθαρά Δευτέρα χωρίς νηστεία...  Κάποιος μας έκανε χοντρή φάρσα...

  Κάποιος βγήκε έξω από τον πύρινο κύκλο και άρχισε να τρέχει προς την μεγάλη δίφυλλη πόρτα που οδηγούσε στον κήπο.  Ήταν τρελός!   Όλοι κρατούσαμε την ανάσα μας...  Ελπίζαμε να τα κατάφερνε και ήταν κοντά!   Έτρεχε όσο ποιο γρήγορα μπορούσε μέχρι που σκόνταψε πάνω σε κάτι.  Το επόμενο δευτερόλεπτο είχε πέσει στο έδαφος και ένα από τα πλάσματα της κόλασης προσγειώθηκε πάνω στην πλάτη του.  Ουρλιάζαμε!   Οι δικές μας φωνές κάλυπταν τις δικές του.

Ξεψύχησε ακριβώς εκεί λίγα βήματα μακριά από την πόρτα προς την λύτρωση με ένα πλάσμα να ξεσκίζει την πλάτη του.  Δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο...

  Ένας ακόμα έφυγε από τον κύκλο πριν προλάβουμε να τον σταματήσουμε.  Στα χέρια του είχε έναν αυτοσχέδιο δαυλό από ξύλο και πανί που είχε ανάψει και φώναζε.  Όλα τα πλάσματα είχαν σταματήσει και τον κοιτούσαν.  Όρμησε πάνω στο φρικιό που καταβρόχθιζε τον ξαπλωμένο άντρα με τον δαυλό παρατεταμένο κουνώντας την φωτιά σαν τρελός.  Το πλάσμα απομακρύνθηκε γρυλίζοντας.  Γονάτισε πάνω από τον νεκρό και άρχισε να κλαίει.  Τότε θυμήθηκα ότι αυτοί οι 2 ήταν αδέρφια... Το πλάσμα δεν τολμούσε να τον πλησιάσει.  Το ξύλο στα χέρια του είχε αρπάξει φωτιά για τα καλά.  Η πόρτα ήταν δίπλα του και την κοίταξε. Σηκώθηκε και πιάνοντας το πτώμα από το αριστερό του χέρι άρχισε να το τραβάει κατά εκεί.  Η φωτιά ήταν στο δεξί του χέρι και κουνιόταν μανιασμένα.  Άνοιξε την πόρτα, είχα την εντύπωση ότι ήταν κλειδωμένη.
Τα πλάσματα τον κοιτούσαν με μίσος.
  Βγήκε έξω σέρνοντας το σώμα του αδερφού του πίσω του και ουρλιαχτά άρχισαν να ακούγονται! Κραυγές πόνου ερχόντουσαν απ' έξω!  Το πτώμα του νεκρού αδερφού βρισκόταν το μισό ακόμα μέσα στην αίθουσα...
Τα ουρλιαχτά σταμάτησαν.  Κάτι τράβηξε και το υπόλοιπο σώμα έξω με δύναμη και η πόρτα έκλεισε.

Ιστορίες τρόμου (Κύκλος τρίτος) {TYS_GR}Où les histoires vivent. Découvrez maintenant