Οργή (μέρος δεύτερο)

62 6 29
                                    


Ταξιδεύαμε προς το άγνωστο με αναμμένα τα φώτα.
Κόντευε να ξημερώσει.
Το ρολόι στο ταμπλό του forester έλεγε 4:45.

Δεν μου άρεσε όλη αυτή η αίσθηση του μη έλεγχου της κατάστασης, με τρόμαζε κιόλας οφείλω να ομολογήσω.

 Το σώμα μου κοιτούσε πάντα μπροστά στον δρόμο ίσως χαμένο μέσα στις δικές του σκέψεις ή θέλω να πω στις δικές μου σκέψεις. Ω θεέ μου έχω χαθεί με όλα αυτά τα σκατά που γίνονται εδώ πέρα.

Βγήκαμε από τον κεντρικό στρίβοντας σε έναν χωματόδρομο γεμάτο λακκούβες. Ψυχή δεν υπήρχε εδώ έξω.

Οδηγούσε ή οδηγούσα δεν ξέρω για πολύ ώρα ανάμεσα στα βουνά σε έναν γεμάτο στροφές χωματόδρομο.

  Σταματήσαμε σε μια καλύβα, την μοναδική εδώ στην ερημιά. Η μηχανή έσβησε και το σώμα μου κατέβηκε. Πήγαινε προς την πόρτα του κτιρίου και εγώ ακολουθούσα από πίσω. Πήρε φόρα και έπεσε πάνω της με δύναμη. Η πόρτα αν και τραντάχτηκε ολόκληρη άντεξε στο χτύπημα του. Το σώμα μου τραβήχτηκε και ξανά όρμησε και μετά πάλι. Στην τέταρτη φορά η πόρτα έσπασε.
Μπήκαμε μέσα και ήταν μόνο ένα δωμάτιο, λευκό! Με το μεταλλικό κρεβάτι σαν μοναδικό έπιπλο. Τα έχασα. Ήταν το ίδιο δωμάτιο από τις φωτογραφίες.

Το σώμα μου είχε κάτσει πάνω στο κρεβάτι και άρχισε να κλαίει. Δεν το άντεξα αυτό... Βγήκα έξω από την καλύβα και κοιτούσα τον χώρο γύρω. Το χώμα κάτω έδειχνε ότι οχήματα ερχόντουσαν συχνά εδώ.

  Ένα ακόμα καλυβάκι με το μισό μέγεθος από αυτό εδώ ήταν κρυμμένο από πίσω μέσα στα δέντρα. Δεν το είχα δει μόλις ερχόμασταν και πήγα προς τα εκεί. Δεν είχα το σώμα μου οπότε δεν μπορούσα να σπάσω απλά και εγώ αυτή την κλειδωμένη πόρτα οπότε προσπαθούσα να κοιτάξω μέσα από τα τζάμια μπας και ξεχωρίσω τίποτα μέσα στο σκοτάδι. Άδικος κόπος. Αναγκάστηκα να περιμένω κάνοντας βόλτες και ψάχνοντας για σημάδια. Επιτέλους το σώμα μου βγήκε από την μεγάλη καλύβα και του φώναξα· όσο αλληγορικό και αν ακούγεται του φώναξα να έρθει προς τα εδώ όπως και έκανε. Απ' όποια πλευρά και να το έπαιρνες η κατάσταση είχε εξελιχτεί σε πολύ τρελή ιστορία.

Όσο αυτό πλησίαζε συνειδητοποίησα ότι τα δάκρυά του είχαν στερέψει. Οργή είχε πάρει θέση σαν το κυρίαρχο συναίσθημα. Φαινόταν από τον τρόπου που περπατούσε, στην αύρα που εξέπεμπε προς τα έξω και ήταν πολύ θυμωμένος. Έπεσε πάνω στην πόρτα αποφασιστικά και αυτή άνοιξε κατευθείαν. Στον έναν τοίχο υπήρχε κουζίνα με νεροχύτη και ντουλάπια με ένα μικρό ψυγείο. Απέναντι στον άλλο τοίχο ήταν ράφια με κάθε λογής εργαλεία. Ξεκρέμασε ένα μεγάλο κατσαβίδι με ίσια μύτη και φύγαμε.

Ιστορίες τρόμου (Κύκλος τρίτος) {TYS_GR}Where stories live. Discover now