Απελπισία (μέρος δεύτερο)

166 12 10
                                    


     Η σκιά της γέρικης βελανιδιάς έπεφτε μέσα από το τζάμι του παραθύρου κάτω από το φώς του ήλιου διαγράφοντας παράξενα σχήματα στον απέναντι τοίχο.
Κοίταξα το ρολόι μου. Είχε μεσημεριάσει πια, κατέβασα το χέρι μου και το σήκωσα ξανά έκπληκτος. Το ρολόι μου έλεγε ότι ήταν πέμπτη! Πώς ήταν δυνατόν να ήταν πέμπτη; Αποκλείεται να κοιμόμουν 3 μέρες συνεχόμενες η μήπως όχι; Πάντως ένιωθα καλά, ακόμα και ο πόνος στην πλάτη είχε περάσει. Μάλιστα ψηλαφώντας όσο μπορούσα την πλάτη μου δεν βρήκα πουθενά πληγές.
Σηκώθηκα εύθυμος, χαρούμενος που ήμουν ζωντανός, μετακίνησα τα μπαούλα που μπλόκαραν την πόρτα και βγήκα έξω στο φως. 'Όλα ήταν τόσο έντονα! Το φως! Τα χρώματα! Οι ήχοι της φύσης! Ναι ήμουν τόσο χαρούμενος που ήμουν ζωντανός και εκστασιασμένος άρχισα να παίρνω τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.

Όλα αυτά ήταν η αρχή. Μια χαρούμενη αρχή που 25 μέρες μετά με την έντονη γεύση του αίματος ακόμα στο στόμα μου θα μου έφερνε απέραντη θλίψη και απέχθεια προς αυτό που είχα καταντήσει...

Ενθουσιασμός ήταν μόνο η αρχή όπως προανέφερα. Έντονη ενεργητικότητα ακολούθησε και μετά ήρθαν οι εφιάλτες... Κάθε βράδυ... Όλο και πιο έντονοι... Όλο και πιο τρομακτικοί. Κραυγές μέσα σε σκοτάδι. Ουρλιαχτά σαν εκείνο που άκουσα βράδια πριν μόνο που αυτή την φορά ήταν σαν να με προκαλούσαν να γίνω κομμάτι τους, να συμμετέχω στο τραγούδι τους και ήταν αυτό που με τρόμαζε περισσότερο απ' όλα.
Ξυπνούσα κάθε πρωί φρικαρισμένος, λουσμένος στον ιδρώτα λέγοντας στον εαυτό μου πως ήταν απλά ένας ακόμα εφιάλτης.

Όλα ξεκαθάρισαν όταν το φεγγάρι γέμισε πλήρως.
Η πρώτη μου πανσέληνος...
Η πρώτη μου μεταμόρφωση στο πλάσμα που μισώ πιο πολύ στον κόσμο και δυστυχώς το άλλο μου μισό τώρα πια.

Το ένιωθα όλη εκείνη την ημέρα να έρχεται, να με κυριεύει όλο και περισσότερο, όλο και πιο έντονα. Ένα μίσος απερίγραπτο. Μία οργή απερίγραπτη χωρίς συγκεκριμένο στόχο ή αντικείμενο. Μίσος για όλους και για όλα, μα πιο πολύ για τον εαυτό μου. Αναγκαζόμουν να κινούμαι διαρκώς, να αποφεύγω καταστάσεις και να μένω μακριά από κάθε ανθρώπινο στοιχείο. Προς το απόγευμα βρέθηκα χωμένος χωρίς να ξέρω το γιατί αρκετά μέσα στο δάσος της "Βασιλικής" (γνωστό δάσος στον Ταΰγετο της Μεσσηνιακής Μάνης) να ουρλιάζω όσο πιο δυνατά μπορώ προσπαθώντας να καταπνίξω την οργή μου.

Η νύχτα με βρήκε στο ίδιο ακριβώς σημείο εξαντλημένο με τα πόδια και τα χέρια ματωμένα να έχω ξαπλώσει κάτω από ένα δέντρο.
Η αλλαγή ήρθε γλυκά με ένα απλό κλείσιμο των ματιών... Όταν τα άνοιξα όλα τα έντονα συναισθήματα είχαν κυλήσει από πάνω μου. Είχαν ξεπλυθεί αφήνοντάς με κενό, άδειο, χαμένο στην μέση του πουθενά χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει.
Σηκώθηκα και άρχισα να τρέχω ή μάλλον το πλάσμα που ήμουν μέσα του άρχισε να τρέχει. Το τρέξιμο δεν ήταν άσκοπο, το ένιωθα ότι έψαχνε για κάτι.
Μια κραυγή τσακαλιού φοβισμένη σπάζοντας την σιωπή ακούστηκε από τα αριστερά μας. Το πλάσμα άλλαξε κατεύθυνση και όρμησε πάνω του άγρια_ ανελέητα. Σοκαρισμένος έβλεπα να το κατασπαράζει χωρίς να μπορώ να το ελέγξω... Δεν ήμουν εγώ αυτό, δεν μπορεί! Όλο αυτό είναι ένα όνειρο και θα ξυπνήσω σύντομα έλεγα και ξαναέλεγα στον εαυτό μου.
Το γεύμα τελείωσε σε μερικά λεπτά που μου φάνηκαν αιώνες. Το πλάσμα σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει πάλι. Άφησε το δάσος μακριά πίσω του και έτρεχε προς κάτι φώτα, σε φώτα που γίνονταν όλο και πιο πολλά! Ω θεέ μου έμπαινε μέσα σε χωριό και με την πείνα του να μην έχει καταλαγιάσει ούτε στο ελάχιστο φοβόμουν για αυτό που θα ακολουθούσε.
Ένα ολόκληρο χωριό ξεκληρίστηκε εκείνο το βράδυ και εγώ ήμουν μάρτυρας του γεγονότος. Το πλάσμα η μάλλον ο δαίμονας που είχα γίνει δεν σταματούσε, δεν μπορούσα να τον ελέγξω. Το μόνο που ένιωθα ήταν η πείνα του, άγρια, ανεξέλεγκτη, που δεν ηρεμούσε παρά τα δεκάδες θύματα της. Σκότωνε, έτρωγε και ορμούσε ξανά. Ξανά και ξανά επαναλαμβανόμενα...
Το ξημέρωμα ήρθε και με βρήκε σε ένα δωμάτιο γεμάτο σπασμένα έπιπλα μέσα σε μια λίμνη αίματος, δίπλα ακριβώς από ένα άψυχο ανθρώπινο σώμα που μου είναι αδύνατον να περιγράψω την κατάστασή του.
Βγήκα από το δωμάτιο ψάχνοντας το μπάνιο μηχανικά. Το νερό κύλισε πάνω μου ξεπλένοντας με από τον τρόμο της νύχτας.
Έβαλα τα χέρια μου στο πρόσωπο μου και άρχισα να κλαίω· κουλουριασμένος σε ένα άγνωστο μπάνιο· ενός άγνωστου σπιτιού· σε ένα ορεινό χωριό που δεν γνώριζα την ύπαρξη του μέχρι και σήμερα και συνειδητοποιώντας ότι η ύπαρξή του έχει σταματήσει να υπάρχει εξαιτίας μου.
Φόρεσα ότι ρούχα βρήκα πρόχειρα εκεί και έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

Αυτή ήταν η πρώτη μου πανσέληνος. Πολλές άλλες θα ακολουθούσαν.
Αυτό που με τρομάζει περισσότερο είναι ότι άρχισα να συνηθίζω τον δαίμονα μέσα μου.
Είναι το άλλο μου μισό τώρα πια, δεν μπορώ να τον ελέγξω ακόμα αλλά σύντομα εγώ και αυτός θα είμαστε ένα. Ένα όν κάτω από το φως του φεγγαριού και φοβάμαι... Φοβάμαι πολύ γαμώτο.

Ιστορίες τρόμου (Κύκλος τρίτος) {TYS_GR}Donde viven las historias. Descúbrelo ahora