11.

452 60 10
                                    

Οι μαύρες αρβύλες του χτυπούσαν με δύναμη στο πάτωμα και οι λαστιχένιες τους σόλες έτριζαν από την επαφή με τα γυαλισμένα σκαλιά.

Ο Κρις έτρεχε με την καρδιά του να χτυπάει πιο δυνατά από ότι θυμόταν να είχε χτυπήσει ποτέ. Πιο δυνατά από την πρώτη του μάχη, πιο δυνατά από όταν είχε πεθάνει ο φίλος του στη μάχη και είχε αποφασίσει να πάρει τον Τζόρνταν υπό την προστασία του, πιο δυνατά από τη νύχτα που είχε έρθει με τον δικό του μέντορα στο Μάλφελιν. Οι χτύποι έκαναν τον θώρακά του να πονάει και την αναπνοή του να βγαίνει κοφτή. Από μέσα του επαναλάμβανε συνέχεια τον κωδικό της ημέρας για να αποσπάσει το μυαλό του. Κι όμως η σκέψη εκείνη του είχε κολλήσει, σαν κάποιος να το είχε γράψει με κόκκινο ανεξίτηλο μαρκαδόρο στο κεφάλι του.

Μάλλον πληροίς τα κριτήρια.

Θα σε στείλουν στο Φόξποντ.

Πιθανότατα θα πεθάνεις στη μάχη.

Έπεσε με φόρα πάνω στην πόρτα που χώριζε το κλιμακοστάσιο από τον διάδρομο και συνέχισε να τρέχει με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

Έμεινε έκπληκτος όταν βρήκε την πόρτα του δωματίου ελέγχου ανοιχτή και σχεδόν όλους τους υπόλοιπους να τον περιμένουν μέσα, στις θέσεις τους, χωρίς να μιλάνε.

Σχεδόν όλοι εδώ μέσα έχουμε τις ίδιες πιθανότητες. Είμαστε σχεδόν όλοι άνω των δεκαοκτώ.

Ήταν η μόνη παράμετρος που τους είχε πει η Τζοάννα. Όσοι ήταν από δεκαοκτώ έως και τριάντα, με ελάχιστες εξαιρέσεις είχαν τις ίδιες πιθανότητες να σταλούν στο Φόξποντ ως στρατιώτες μέχρι να ανακοινωθούν τα επίσημα κριτήρια.

Τα επίσημα κριτήρια. Ένα χαρτί το οποίο φοβόταν το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων του Μάλφελιν. Ο Τζάκσον θα το έφερνε από στιγμή σε στιγμή στο δωμάτιο ελέγχου. Στην πραγματικότητα, δεν είχαν δώσει ραντεβού όλοι εκείνοι που βρισκόταν στο δωμάτιο εκείνη τη στιγμή. Απλώς είχαν πάει για να ακούσουν.

Ο Κρις σωριάστηκε στην καρέκλα του και κοίταξε έναν – έναν τους υπόλοιπους. Παρόλο που τον είχαν δει να μπαίνει, κανείς δεν είχε πει τίποτα. Ήξερε ότι ακόμα και αυτοί που δεν κινδύνευαν να σταλούν στο Φόξποντ, θα έπρεπε να μαζέψουν τα πράγματά τους, να ετοιμάσουν βαλίτσες και να πάνε να μείνουν στο Γκρέιφορτ για ένας Θεός ξέρει πόσο. Ακόμα, δεν είχε αποφασίσει τι ήταν χειρότερο: να πάει στο Φόξποντ και να έχει ενενήντα τοις εκατό πιθανότητες να σκοτωθεί στη μάχη ή να χρειαστεί να τον πάρουν σηκωτό από το σπίτι του για να πάει στο Γκρέιφορτ, όπου το πιθανότερο ήταν να κοιμόταν στις ταράτσες μαζί με τον Τζόρνταν και τους υπόλοιπους. Ένα ήταν σίγουρο. Μετά από εκείνη την ημέρα όλα θα άλλαζαν, και κανείς δεν ήξερε πότε και αν θα επανέρχονταν ποτέ ξανά στο φυσιολογικό.

ΓκρέιφορτWhere stories live. Discover now