14.

487 62 27
                                    

Το μεγάλο αναλογικό ρολόι στο σαλόνι του Κρις έδειχνε πέντε παρά δέκα όταν ο Τζόρνταν τράβηξε θυμωμένα το φερμουάρ της βαλίτσας του πρώην μέντορά του. Σύρθηκε στον κοντινότερο καναπέ και σωριάστηκε εκεί αναστενάζοντας. Του ερχόταν να κουλουριαστεί εκεί, να βάλει τα κλάματα και να μείνει στον καναπέ για το υπόλοιπο του αιώνα, ή μέχρι να γυρνούσε ο Κρις. Ότι από τα δύο ερχόταν πιο γρήγορα. Αλλά όχι. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του, στην Άναμπελ, στον Τέιλορ και στην Μάγια ότι δεν θα έκλαιγε μπροστά στον Κρις. Αν ήταν αυτός μία φορά χάλια, τότε ο πρώην μέντοράς του θα έπρεπε να είναι λιώμα.

Για την ακρίβεια, ο Τζόρνταν προτιμούσε να είχαν πάρει τον ίδιο για στρατιώτη αντί για τον Κρις. Ήταν σαν να επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία για εκείνον: ο μέντορας γίνεται στρατιώτης, πηγαίνει στη μάχη, πεθαίνει, δεν γυρνάει ποτέ ξανά πίσω και ο Τζόρνταν γίνεται κομμάτια. Το πέρασε με έναν μέντορα, και δεν θα άντεχε σε καμία περίπτωση να το περάσει και με δεύτερο. Αν είναι δυνατόν, θα ήταν ο πρώτος λυκάνθρωπος στην ιστορία του Μάλφελιν και όλης της ιστορίας των λυκανθρώπων που θα είχε όχι έναν, αλλά δύο νεκρούς μέντορες. Αλλά δεν είχε καμία όρεξη να πάρει αυτόν τον τίτλο. Ένας μέντορας ήταν αρκετός.

Ο Κρις τον πλησίασε και άφησε αθόρυβα στο τραπεζάκι του σαλονιού μία κούπα αχνιστό καφέ. «Τι λες για τον τελευταίο μας;», ρώτησε και κάθισε απέναντι του. Η φωνή του δεν πρόδιδε κανένα συναίσθημα.

«Μην το ξαναπείς αυτό», απάντησε κατηγορηματικά ο Τζόρνταν και πήρε το φλιτζάνι του χωρίς να τον κοιτάξει, «δεν θα είναι ο τελευταίος μας καφές. Δεν το δέχομαι».

«Κοίτα Τζόρντι», είπε ο Κρις. Μόνο εκείνος τον φώναζε έτσι και μόνο όταν δεν άκουγε κανείς άλλος. «Είτε το δέχεσαι είτε όχι, εγώ πρέπει να πάω. Και εσύ πρέπει να πας. Το αν εγώ γυρίσω ζωντανός εξαρτάται σε έναν μεγάλο βαθμό από εμένα, ναι, αλλά μπορεί και να πεθάνω. Υπάρχει πάντα αυτή η πιθανότητα».

Ο Τζόρνταν δεν απάντησε, μόνο κοιτούσε το μαύρο φόντο της νύχτα έξω από το παράθυρο του σαλονιού. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα και θα αργούσε πολύ να ξημερώσει εκείνη την ημέρα.

«Να πάρει Τζόρνταν, μπορεί εκεί που περπατάω στο δρόμο να φάω ένα κεραμίδι από τη στέγη κάποιου σπιτιού στο κεφάλι και να μείνω στον τόπο! Οι πιθανότητές μου δεν αλλάζουν στον Γκρέιφορτ!».

«Προφανώς και αλλάζουν!», φώναξε απεγνωσμένα ο Τζόρνταν, «για όνομα, θα βρίσκεσαι εντελώς εκτεθειμένος σε ένα πεδίο μάχης και Εσίρ θα έρχονται πάνω σου από όλες τις κατευθύνσεις. Δεν θα έχεις φίλους για να σε καλύπτουν όταν το χρειαστείς. Θα είσαι εντελώς απροστάτευτος σε μία κοινότητα για την οποία δεν ξέρεις τίποτα, υπό τις διαταγές της Στρόνγκαρτ που κάθε άλλο παρά σωστά κάνει τη δουλειά της τις τελευταίες βδομάδες!».

ΓκρέιφορτWhere stories live. Discover now