Το γλυκό πρωινό φως που έμπαινε από την μπαλκονόπορτα της σοφίτας έκανε την Κλέρι να ξυπνήσει στις εφτά και μισή το πρωί της επόμενης μέρας. Το βιολογικό της ρολόι θα την είχε ξυπνήσει αρκετές ώρες νωρίτερα -στο Μάλφελιν ξημέρωνε πιο νωρίς- αλλά η κούραση ήταν τόσο έντονη που αν μπορούσε θα είχε κοιμηθεί και άλλο. Εκείνες οι εφτάμιση ώρες ύπνου δεν ήταν σε καμία περίπτωση αρκετές. Αν είχε τη δυνατότητα, θα κοιμόταν όλη μέρα. Ήθελε δεν ήθελε όμως, έπρεπε να ξυπνήσει.
Βολεύτηκε καλύτερα στον καναπέ δίπλα στην Λόρεν, η οποία ακόμα κοιμόταν ήσυχα, και παρατήρησε για λίγο το δωμάτιο στο οποίο είχε κοιμηθεί. Όπως είχε προλάβει να αντιληφθεί και το προηγούμενο βράδυ παρά τη νύστα της, βρισκόταν στη σοφίτα, στον δεύτερο και τελευταίο όροφο του σπιτιού του Λόγκαν και της Αλέξια. Πάνω από το κεφάλι της, τα ανοιχτόχρωμα καφέ σανίδια σχημάτιζαν ένα τρίγωνο με κορυφή το κέντρο της οροφής. Η μία από τις δύο πλευρές του τριγώνου κατέληγε σε μία μπαλκονόπορτα με άσπρο κούφωμα που κάλυπτε όλο τον στενό τοίχο. Το παράθυρο είχε θέα τον ποταμό Σόλντακ και αρκετά ψηλά δέντρα, πίσω από τα οποία αχνοφαίνονταν το απέναντι σπίτι.
Οι τοίχοι γύρω της είχαν ένα απαλό κρεμ χρώμα, λίγο πιο ανοιχτό από αυτό των ξύλινων σανίδων ενώ ανά μικρά διαστήματα υπήρχαν ορθογώνιες εσοχές στον τοίχο σε χρώμα πορτοκαλοκόκκινο όπου η Αλέξια είχε τοποθετήσει διάφορα διακοσμητικά, όπως βάζα, φωτογραφίες και ξύλινα αντικείμενα. Το πάτωμα ήταν και αυτό στρωμένο με τις ίδιες σανίδες που υπήρχαν και στην οροφή και έτριζε ελαφρά κάθε φορά που κάποιος πατούσε πάνω του.
Στον τοίχο απέναντι από την μπαλκονόπορτα ήταν κρεμασμένος ένας τεράστιος πίνακας με ένα ομιχλώδες δάσος που καταλάμβανε όλο τον χώρο. Λίγα μέτρα πιο μπροστά υπήρχε μία τετράγωνη τρύπα στο πάτωμα, από την οποία ξεκινούσε η σκάλα που οδηγούσε στον κάτω όροφο.
Τα περισσότερα έπιπλα του χώρου ήταν μαζεμένα κοντά στο παράθυρο. Γύρω από δύο καλά γυαλισμένες παλέτες που χρησίμευαν ως τραπεζάκια βρισκόταν ένα ψάθινο ανάκλιντρο με κρεμ μαξιλάρια, ένας μεγάλος γωνιακός καναπές που ακουμπούσε στον τοίχο και μία ξύλινη πολυθρόνα με καφέ ύφασμα. Σε αντίθεση με τις αποχρώσεις του καφέ που κυριαρχούσαν σε όλη τη σοφίτα, τα μαξιλάρια στις πολυθρόνες και στον καναπέ κυμαίνονταν σε αποχρώσεις του κόκκινου, του πορτοκαλί και του χρυσού. Δίπλα από την πολυθρόνα στεκόταν όρθιο ένα μεταλλικό πορτατίφ με κόκκινο καπέλο, ενώ πάνω στις παλέτες – τραπεζάκια υπήρχαν δύο μικροί κάκτοι με κίτρινα άνθη μέσα σε δύο μεταλλικά κουβαδάκια.
YOU ARE READING
Γκρέιφορτ
Fantasy[Βιβλίο 2] Όταν η Κλέρι συνέρχεται από τον τραυματισμό της, επιστρέφει στην καθημερινότητά μόνο και μόνο για να βρει μία κοινωνία που ζει υπό τον φόβο μίας επίθεσης. Η κατάσταση στο Φόξποντ επιδεινώνεται, λυκάνθρωποι πεθαίνουν, παιδιά χάνουν τις οικ...