Ενότητα 3-Κρασί & Γενέθλια

1.3K 229 455
                                    

Κεφάλαιο 8

Ξύνω την κοιλιά μου μέσα από τα παπλώματα και αφήνω το χέρι εκεί. Αν και έχω ξυπνήσει βαριέμαι τόσο να ανοίξω τα μάτια ή γενικά να σηκωθώ από το κρεβάτι και να πάω στο σαλόνι. Έριξα έναν πολύ βαρύ ύπνο, όμως με έκανε να νιώθω τόσο καλά, που είναι σαν να μην αρρώστησα ποτέ. Τελικά κανείς για να γιατρευτεί χρειάζεται καλή παρέα, ζεστό σπίτι και σπιτικό φαγητό· δεν είναι και λίγα πάντως.

«Ξύπνα, Χέδερ», λέω με τον εαυτό μου μόλις ανοίγω τα μάτια.

Αναστενάζω βαριεστημένα, όμως η διάθεση μου φτιάχνει, όταν σκέφτομαι ότι δεν έχω να τρέξω σε καμιά δουλειά και είμαι στο σπίτι του Λούσιφερ με τον Λούσιφερ μέσα. Απευθείας σκέφτομαι που μπορεί να είναι και τι ώρα να έχει πάει. Σηκώνω το σώμα μου αργά και ακουμπώ τις γυμνές πατούσες στο γκρι χαλί, καθώς τεντώνω την πλάτη μου και κάνω κύκλους με τον σβέρκο.

Σέρνω στην κυριολεξία τα πόδια ως την πόρτα και την ανοίγω χωρίς να κάνω πολύ θόρυβο. Απ' όλο το φως που προσπαθούν να κρύψουν οι κουρτίνες υποθέτω πως έχει ξημερώσει καλά-καλά και εγώ ακόμη κοιμόμουν, όταν τις προηγούμενες μέρες ήμουν ήδη έξω και έψαχνα για δουλειά ενώ τους περασμένους μήνες έτρεχα για να καλύψω τα άρθρα μου στο περιοδικό της Σερράνο.

Τι την θυμάμαι αυτήν την στρίγγλα και συγχύζομαι πρωί-πρωί με την τσίμπλα στο μάτι;

Βλέπω κάποιον ξαπλωμένο στον καναπέ και δεν ξαφνιάζομαι όταν παρατηρώ καλύτερα ότι είναι ο Λούσιφερ. Έχει αποκοιμηθεί μπρούμυτα με το χέρι να κρέμεται πλάγια και να ακουμπά στο πάτωμα, και το στόμα του ανοιχτό. Παρατηρώ τα τρία άδεια ποτήρια κρασί και αρχίζω να ζηλεύω ελάχιστα που το έχασα αυτό εξαιτίας του ηλίθιου πυρετού.

«Λούσιφερ;» λυγίζω κοντά του και τον σκουντάω στον ώμο. Ωπ, μα τι ωραία πλάτη είναι αυτή; «Λούσιφερ, ξύπνα, σε παρακαλώ».

Ανοιγοκλείνει τα μάτια αμέσως και φέρνει το χέρι από το πάτωμα στο μάτι του για να το τρίψει. Χασμουριέται αργά και ύστερα προσπαθεί να εστιάσει το βλέμμα του πάνω μου. Ξαπλώνει πάλι πίσω στην αρχική του στάση, αυτή την φορά με ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη του.

«Νιώθεις καλύτερα;» με ρωτάει και η μπάσα-πιο μπάσα και βραχνή μετά το πρωινό του ξύπνημα-κάνει την καρδιά μου να αρχίζει να ρέει αδρεναλίνη στις φλέβες μου αντί για καθαρό αίμα.

«Αρκετά καλύτερα μπορώ να πω», η απάντηση μου είναι χαρωπή και καθρεφτίζει το πόσο ευδιάθετη είμαι σήμερα. «Θες να σου φτιάξω καφέ;»

Λούσιφερ [ON HIATUS]Where stories live. Discover now