Ενότητα 6-Μια Φορά Και Έναν Γάμο

1K 164 128
                                    

Κεφάλαιο 17

Βρίσκω τον Λούσιφερ στην ρεσεψιόν και προς μεγάλη μου έκπληξη κοιμάται σε μια από τις πολυθρόνες αναμονής. Το κεφάλι του τού κρέμεται στο στήθος, ενώ έχει τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του, το πρόσωπο του γαλήνιο σαν να χρειαζόταν αυτόν τον ύπνο αιώνες τώρα. Ξανακαθαρίζω τα μάτια για να σιγουρευτώ ότι δεν φαίνεται πως έκλαιγα προηγουμένως και τον πλησιάζω. Τον σκουντάω ελαφρώς, αλλά δεν ξυπνά, γι' αυτό επαναλαμβάνω την κίνηση μου με αποτέλεσμα να ανοίξει τα μάτια.

«Δεν κοιμήθηκες το βράδυ;» ειρωνεύομαι ελαφρώς, η διάθεση μου κατεστραμμένη μετά τα νέα για τον Μαρκ.

«Όχι, έπρεπε να κανονίσω κάτι πράγματα», λέει και η φωνή του από το ξύπνημα έχει γίνει πιο σκληρή και βαθιά.

Φτιάχνει τα μαλλιά που κρεμόντουσαν στο μέτωπο του και χαϊδεύει τα μάτια του κουρασμένος. Φαίνεται σαν να κολύμπησε πίσω στο Σιάτλ και να επέστρεψε μόλις, η αλήθεια να λέγεται. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά πάνω μου και βολεύεται καλύτερα στην θέση του, εγώ αμέσως να κοιτάω αλλού αμήχανα, για να μην δει τα πρησμένα μάτια μου.

«Η Άννα ετοιμάζεται;» ρωτάει και ξαπλώνει το κεφάλι του πίσω στην πολυθρόνα, το σώμα του να γλιστράει ελαφρώς πίσω, τελείως βαριεστημένα.

«Την άφησα να κάνει ένα ντους να έρθει στα συγκαλά της».

«Δεν πιστεύω να της είπες τίποτα για χθες βράδυ».

«Όχι, το απέφυγα. Δεν ήθελα να την αναστατώσω στην κατάσταση που βρίσκεται», μουρμουρίζω και σταυρώνω το ένα πόδι στο άλλο, παρατηρώντας τον προσεκτικά. «Εσύ τι έκανες όλο το βράδυ και είσαι πτώμα, τέλος πάντων;»

«Επανέφερα τα πράγματα όπως ήταν. Έφερα τις παράνυφους, φτιάξαμε την αίθουσα δεξίωσης και απολογήθηκα σε όλους τους καλεσμένους για την Άννα χθες στο βράδυ. Ο παπάς είναι στο Ιατρείο, μαζί με τις κοπέλες, και νοσηλεύονται για την ώρα», δηλώνει και κουνάει το χέρι με κάθε λέξη πέρα-δώθε ζαλίζοντας με.

«Πως τα κατάφερες;» ρωτάω ξαφνιασμένη και σηκώνω το φρύδι, ανήμπορη να πιστέψω ότι όντως κατάφερε μέσα σε ένα βράδυ να τα κάνει όλα αυτά.

«Η δύναμη της θέλησης», ειρωνεύεται και σηκώνει το κεφάλι όσο για να μου χαμογελάσει και να με τσαντίσει με το υφάκι του. «Εσύ τι έπαθες; Έκλαιγες;»

Τσαντισμένη που το κατάλαβε, καθαρίζω άλλη μια φορά τα μάτια και γυρνάω το κεφάλι από την άλλη. Παραμένω σιωπηλή και δεν στρέφω το βλέμμα μου ούτε στιγμή στον Λούσιφερ, εφόσον νιώθω ήδη χάλια που το παρατήρησε. Δεν μου αρέσει να είμαι τόσο εκτεθειμένη μπροστά του, γιατί πάντα νιώθω κατώτερη του, σαν να κοροϊδεύει το πόσο αξιολύπητη είμαι. Δεν θέλω να ξέρει ούτε λίγο ότι ο λόγος που έκλαψα είναι η ζήλεια που έχω για τις υπέροχες και ευτυχισμένες ζωές των άλλων γύρω μου, καθώς εγώ όσο πάει και γίνομαι πιο άχρηστη.

Λούσιφερ [ON HIATUS]Where stories live. Discover now