Ενότητα 4-Ο Κοινός Φίλος

1.1K 224 405
                                    

Κεφάλαιο 11

Τραβάω την καρέκλα αργά και κάθομαι. Έχει περάσει η ώρα και η κρουαζιέρα έχει ήδη ξεκινήσει. Παρόλο που έκανα ένα ντους, πήρα δυο χάπια για τον πονοκέφαλο και ξάπλωσα ένα μισάωρο, δεν μπορώ να νιώσω καλύτερα. Ζαλίζομαι και είμαι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να κάνω εμετό.

Αποφάσισα, λοιπόν, να έρθω στο ρεστοράν και να καθίσω για λίγο εδώ. Παίζει μια ήρεμη μουσική τζαζ από μια μπάντα στο βάθος της αίθουσας, αλλά δεν έχει και τόσο κόσμο. Παίζει όλοι και όλοι να είναι εφτά άτομα διασκορπισμένοι από 'δω και από 'κει. Δεν αναγνωρίζω κανέναν τους και ευτυχώς για μένα, διότι δεν είμαι και τόσο σε φάση για συζήτηση.

«Ηρέμησε, Ρέιτσελ», ακούω την φωνή ενός άντρα πίσω μου να πλησιάζει και γυρνάω διακριτικά να δω ποιος είναι.

Η κοπέλα του-μάλλον η Ρέιτσελ-τον τραβάει μέσα από τα τραπέζια και διαλέγει ένα να κάτσουν κοντά στην μπάντα. Δεν μπορώ να δω το πρόσωπο του, αλλά έχω μια αίσθηση ότι τον ξέρω. Ακόμη και η φωνή του κάτι μου λέει, όμως δεν έχω και την καλύτερη μνήμη. Σπάνια θυμάμαι καλά κάποια άτομα.

Κάθονται κάμποσα τραπέζια μακριά, εκείνος με πλάτη και η κοπέλα του να κοιτά την πλευρά μου. Ακουμπούν τα χέρια τους μαζί πάνω στο τραπέζι και η Ρέιτσελ του χαμογελά, αφού του πει κάτι, προφανώς, για να τον κάνει να απολαμβάνει την βραδιά περισσότερο.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ξεφυσάω αργά. Χαϊδεύω το μέτωπο μου για να ηρεμήσω τον πονοκέφαλο, αλλά είναι μάταιο. Δεν λέει να σταματήσει και κοντεύω να τρελαθώ. Δεν το ήξερα ότι με επηρεάζει τόσο πολύ να βρίσκομαι πάνω στο νερό. Το ότι παρόλο που πάμε τόσο αργά το νιώθω να κουνιέται και κάνει το στομάχι μου να δεθεί κόμπος, με ξεπερνά.

Ξαφνικά η καρέκλα απέναντι μου σέρνεται και βλέπω τον Λούσιφερ να κάθεται. Φαίνεται ενοχλημένος, σαν κάτι-ή μάλλον κάποιος-να του έσπαγε τα νεύρα δυο ώρες σερί. Ισιώνει το σακάκι του και μου ζορίζει ένα χαμόγελο.

«Τι έγινε;» ρωτάω και ξαπλώνω πίσω, απολαμβάνοντας την χαλαρή μουσική.

«Κοντεύω να τρελαθώ, αυτό έγινε», απελπίζεται και δεν μπορώ να μην γελάσω. «Δεν μπορώ να υπάρξω πάνω από δυο λεπτά σε αυτή την κρουαζιέρα χωρίς να με πλησιάσει κάποιος για να μου πει τα δικά του. Λες και το διοργάνωσα όλο αυτό για να αποκτήσω φίλους».

«Είσαι ο αδελφός του Άρτσι, λογικό να έχεις κάμποση προσοχή στραμμένη πάνω σου», δηλώνω το προφανές και το πρόσωπο του ξινίζει αμέσως. «Και στο κάτω-κάτω δικιά σου ήταν η ιδέα το να βάλεις τους πάντες σε ένα κρουαζιερόπλοιο και να τους στείλεις στην μέση του-ξέρω'γω».

Λούσιφερ [ON HIATUS]Where stories live. Discover now