Ενότητα 6-Μια Φορά Και Έναν Γάμο

914 174 104
                                    

Κεφάλαιο 16

Ανοιγοκλείνω τα μάτια και μου την δίνει που πρέπει να ξυπνήσω. Ευτυχώς δεν έχω κάποιο ξυπνητήρι να με ενοχλεί στο αυτί· μόνο από αυτό είναι σαν να κοιμόμουν στον Παράδεισο και τώρα κατέβηκα. Χασμουριέμαι αθόρυβα και αφού έχω συνειδητοποιήσει καλά-καλά που βρίσκομαι και τι κάνω εδώ, τεντώνω την πλάτη και παρατηρώ την Άννα να κοιμάται στο κρεβάτι μου. Εγώ ξάπλωσα στον καναπέ για λίγα δεύτερα και προφανώς με έπιασε ύπνος.

Ακουμπώ τα γυμνά πόδια μου κάτω και σηκώνω τα χέρια στον αέρα για να ξεπιαστώ. Κάθε πρωινό ξύπνημα αισθάνομαι πως γερνάω περισσότερο και δεν υπάρχει ελπίδα να γυρίσω πίσω στις καλές μου μέρες. Περπατάω προς το μπάνιο για να ρίξω νερό στα πρησμένα μάτια μου, όταν ακούω ένα δυνατό μπαμ. Μου παίρνει λίγο να καταλάβω ότι η Άννα δεν βρίσκεται στο κρεβάτι και έχει πέσει με τα μούτρα κάτω, γι' αυτό και τρέχω να την βοηθήσω.

Η εγκυμονούσα βρίσκεται ξαπλωμένη κάτω, η πρόχειρη φόρμα που της είχα φορέσει το προηγούμενο βράδυ να έχει ανέβει και να φανερώνει την κοιλιά της. Ξεφυσάω ανακουφισμένη που είναι καλά και πέφτω στα γόνατα για να την σηκώσω αργά, μην πάθει τίποτα και δεν έχουμε που να την τρέξουμε στην μέση του πουθενά.

«Άννα μου, καλά είσαι;» ρωτάω με ένα φτηνιάρικο χαμόγελο που κρύβει μόνο ανησυχία.

Εκείνη απαντά με κάτι μουγκρητά που δεν μπορώ να μεταφράσω και βγάζω κάποιες τούφες μαλλιών από το πρόσωπο της. Φαίνεται χάλια, τα μάτια της πρησμένα σαν τα δικά μου, τα χείλη της αποξηραμένα και το χρώμα του δέρματος της να είναι λευκό σαν πανί. Φέρνει το χέρι στο μέτωπο της και με το άλλο ακουμπά το δικό μου που έχω ακουμπήσει στο γόνατο.

«Τι-Τι έγινε», σταματάει για να συγκρατήσει τον εμετό και ανοίγει το ένα μάτι για να με εντοπίσει, «χθες;»

«Ήπιες λίγο περισσότερο απ' ότι-»

Δεν προλαβαίνω καν να τελειώσω την πρόταση εφόσον έχει εκτοξευθεί όρθια και τρέχει προς την πόρτα του μπάνιου. Μένω στην θέση μου να την ακούω να ξερνάει αλύπητα ό,τι τοξικό είχε βάλει στο σώμα της το προηγούμενο βράδυ. Στηρίζομαι στην άκρη του κρεβατιού και στέκομαι όρθια, αναστενάζοντας κουρασμένη όταν ανακαλούμαι τα χθεσινά γεγονότα. Μου έχουν αφήσει μια πικρή γεύση στη γλώσσα και έναν τρομερό πονοκέφαλο, η αλήθεια είναι.

Περπατάω προς το μπάνιο και βρίσκω την Άννα αγκαλιασμένη με την λεκάνη, το κεφάλι της στηριγμένο στο μπράτσο της. Με κοιτάει σαν αβοήθητο κουτάβι και προφανώς δεν έχει δύναμη ούτε να μου ζητήσει παρηγοριά. Την πλησιάζω και ακουμπώ το χέρι μου στην πλάτη της με ένα χαμόγελο. Μαζεύω τα μαλλιά της μια χούφτα και τα δένω με ένα κοτσιδάκι που είχα στον δικό μου καρπό για να μην μπερδεύονται στο πρόσωπο της.

Λούσιφερ [ON HIATUS]Where stories live. Discover now