Κεφάλαιο 17- Good Enough

240 64 21
                                    

Όταν η Δάφνη υπνοβατούσε μεταφορικά στο σχολείο της, ζώντας την υπνοβατούμενη ρουτίνα που στις ημέρες μας ονομάζουν ζωή, κανείς δεν ήταν εκεί να της πει, πως τα πράγματα θα πάνε καλύτερα, πως δεν θα είναι για πάντα βυθισμένη σε εκείνον τον αβάσταχτο πόνο που της έβαζε φωτιά στα σωθικά, που της έκαιγε την ψυχή, την ύπαρξη.

Ήθελε να τελειώσει με όλο αυτό, θυσιάζοντας τον εαυτό της για την χάρη των άλλων, μικρή ήθελε να γίνει κάτι πολύ μεγάλο και τρανό, ίσως ήταν κι ευκαιρία της. Περίμενε και περίμενε με αυτήν την σκυλίσια υπομονή που διέθετε, με την ανυπέρβλητη δύναμη της που εξαντλούνταν κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Μα, κανείς ποτέ δεν είδε. Ήταν όλοι τόσο βυθισμένοι στην υπνοβατούμενη ρουτίνα τους, για να παρατηρήσουν τα δάκρυα που κυλούσαν κρυφά και καυτά από τα μάγουλα της Δάφνης.

Η Δάφνη, όσο την θυμάμαι, είχε αισθήματα, ήταν καλό μεγάλο κορίτσι, είχε μια τεράστια καρδιά, αμάθητη στο κακό του κόσμου, η σιωπή της ο χρόνιος κρότος της. Μαθημένη, ικανοποιημένη, συνειδητοποιημένη, εξασκημένη στον πόνο, στην αμαρτία και στο κλάμα. Μα κι η Δάφνη, παρατηρούσε τους πάντες, δίχως να δίνει σημάδια πως είναι καλά, έδειχνε τι περνούσε και το μόνο που όλοι έβλεπαν, ήταν την όμορφη μελαχρινή κοπέλα που ενώ φορούσε μαύρα, έκανε παρέα με όσους δεν έκαναν οι περισσότεροι, ήταν πράγματι μέσα σε όλα.

Η υπνοβατούμενη ρουτίνα της έμοιαζε αρκετά με την δική μου όμορφη ζωή. Τα αισθήματά της όλα αληθινά, βγαλμένα από τον πόνο της. Ήταν τέχνη, για τον τρόπο με τον οποίο συνήθιζε να ζει. Ήταν ο ύμνος της κοπέλας που αγαπούσε ο,τι μισούσε και που μισούσε ο,τι αγαπούσε. Ήταν για μέρες η θρησκεία μου. Ήταν η δική μου υπνοβατούμενη καθημερινότητα, το δικό μου όνειρο, το οποίο κι έφυγε κι έμεινε κάπου πνιγμένο στο πίσω μέρος της Δάφνης, της κοπέλας με την άπλετη φαντασία γραμμένη και καταχωνιασμένη κάπου στα λόγια των ανθρώπων και στις δικές της πληγές, γραμμένες στα χέρια της και στο μοναδικό όργανο που είχε ένα σχήμα αγάπης, την καρδιά της.

--------------------------

Μα, τίποτα, τίποτα, τίποτα και ποτέ. Όταν συνειδητοποίησα πόσο πολύ είχαν μπλεχτεί όλα αυτά που σχεδίαζα να κάνω κρυφά, ενώ τα ήξερε εκείνος που απέφευγα κι ευχόμουν να μη μάθει, μόνο ηλίθια κι ανόητη μπορούσα να νιώσω. Ήταν λάθος μου. Το μυαλό μου έκανε δεκάδες σβούρες, έπαιρνε διάφορες τροπές, σκεφτόταν και σκότωνε τον εαυτό του συνεχώς, μέχρι να καταλήξει στο γεγονός ότι μόνο ένα άτομο ευθυνόταν για την ξαφνική και τραγική αλλαγή των δεδομένων. Η Κωνσταντίνα.

Πιάσε με [✔]Where stories live. Discover now