Κεφάλαιο 5ο

1.5K 186 14
                                    

Το να μαγειρέψω ήταν δύσκολο έως ακατόρθωτο, ειδικά από την στιγμή που το έκανα πρώτη φορά. Η Νίνα μου είχε αφήσει ένα βιβλίο δικό της με κάποιες συνταγές αλλά οι κατσαρόλες δεν φαινόντουσαν να έχουν κάτι τόσο γευστικό όσο αυτά που είχε φτιάξει αυτή τις προηγούμενες μέρες. Σήμερα από το πρωί που είχαν φύγει τα αγόρια είχα αρχίσει τις προετοιμασίες και είχα φάει όλη μου την ημέρα στην κουζίνα. Τώρα είχα 4 ανυπόμονα αγόρια να κάθονται πίσω μου και να κοιτάζουν την πλάτη μου όσο έκανα τις απαραίτητες προετοιμασίες. Έπιναν τσίπουρο ξανά και ξανά μέχρι να γεμίσω τα πιάτα. Έπινα και εγώ αν και την πρώτη μέρα με είχε χτυπήσει λιγάκι. Όταν άφησα τα πιάτα στο τραπέζι κοίταξαν γεμάτοι περιέργεια το περιεχόμενο τους και έπειτα κοίταξαν εμένα. Ο Αρθούρος έβαλε ένα πιρούνι μέσα στα μακαρόνια και προσπάθησε να σηκώσει μερικά. Δεν τα κατάφερε. Οι άλλοι τρεις παρακολουθούσαν το σκηνικό. Ο Μαξ ήπιε τσίπουρο. Ήπια και εγώ προκειμένου να ξεπεράσω την νευρικότητα μου. Δεν έπρεπε να προσπαθήσω καν, σκέφτηκα. Αν και φαινόταν εύκολο τελικά ήταν πολύ πιο δύσκολο από ότι περίμενα. Κάθισα στο τραπέζι. Ήμουν τόσο φοβισμένη με αυτά που θα μου έλεγαν.

«Μάλλον δεν είναι η ειδικότητα σου αυτή» είπε ο Ορφέας

Όλοι γελάσαμε.

«Σηκωθείτε» είπε ο Μαξ «πάμε έξω»

Δεν πρόλαβα ούτε καν να φέρω αντίρρηση σε αυτόν αν και έπρεπε επειγόντως να αλλάξω ρούχα. Τα φορούσα όλη μέρα και το σορτσάκι της Νίνας ήταν κοντό.

«Που πάτε;» ρώτησε η Νίνα, η οποία ετοιμαζόταν να χτυπήσει το κουδούνι όταν βγήκαμε.

«Έξω, για φαγητό» είπε ο Μανώλης

Δεν χρειάστηκε να ρωτήσει γιατί. Κατάλαβε ότι είχα μαγειρέψει εγώ. Το αποκορύφωμα βέβαια ήταν όταν ο Ορφέας καθώς περπατάγαμε ξεκίνησε να της περιγράφει τα δημιουργήματα μου κάνοντας την να μαντέψει τι φαγητό είχα ετοιμάσει. Τουλάχιστον τους διασκέδαζα.

Τελικά μπήκαμε σε ένα μαγαζάκι αρκετά κοντά στο σπίτι. Απ' έξω φαινόταν σκοτεινό και ήσυχο. Ανοίγοντας την ξύλινη πόρτα ο Μαξ άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Άνοιξε ακόμη μια πόρτα και τότε εμφανίστηκε ένας χώρος γεμάτος από τραπέζια και παρέες. Υπήρχε και κάτι σαν σκηνή μπροστά από τα τραπέζια όπου έπαιζε ζωντανή μουσική μια ορχήστρα. Τα τραγούδια που ακουγόντουσαν ήταν στην γλώσσα που είχε χρησιμοποιήσει ο Μαξ την πρώτη μου μέρα στο σπίτι. Παράξενο, σκέφτηκα και τους ακολούθησα σε ένα τραπέζι στο βάθος. Αφού καθίσαμε ο Μαξ έδωσε την παραγγελία μας σε μια κοπέλα. Εκείνη εμφανίστηκε αμέσως κουβαλώντας δύο μεγάλες κανάτες με κρασί και ποτηράκια. Ο Μανώλης σέρβιρε σε όλους μας. Όπως κάναμε κάθε φορά στο σπίτι όταν πίναμε τσίπουρο έτσι και τώρα σηκώσαμε τα ποτήρια μας και αφού τα τσουγκρίσαμε ήπιαμε όλοι ταυτόχρονα. Αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές. Μέχρι να έρθει το φαγητό είχαμε τελειώσει και τις δύο κανάτες και πλέον είχα την αίσθηση ότι είχα αρχίσει να ζαλίζομαι. Δίπλα μου η Νίνα γελούσε συνέχεια με ότι και αν της έλεγε ο Ορφέας που καθόταν δίπλα της. Απέναντι τους ο Μανώλης τους κοίταζε με ένα βλέμμα γεμάτο θυμό. Καθώς τον παρατηρούσα είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι ποια ήταν η περίεργη σχέση που είχαν αναπτύξει αυτοί οι τρεις. Και έπειτα απέναντι μου καθόταν ο Μαξ. Το ποτό με είχε κάνει να ρίξω όλες τις άμυνες μου. Τον κοίταζα χωρίς καμία ντροπή. Παρατηρούσα τα πάντα πάνω του. Ήταν πανέμορφος. Μα πάνω από όλα αυτό που μου άρεσε ήταν αυτός ο αέρες που απέπνεε. Δεν μπορούσα να εξηγήσω το γιατί αφού τις περισσότερες φορές με εκνεύριζε με την συμπεριφορά του. Εκείνος πήρε το ποτήρι του και ήπιε κρασί. Με κοίταξε καθώς το ακουμπούσε ξανά στο τραπέζι. Αυτό με έκανε να νιώσω νευρική. Τα χέρια μου έτρεμαν και δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο από το γεγονός ότι ήθελα να τον αγγίξω. Αν άπλωνα το χέρι μου λίγο θα έβρισκα το δικό του. Ήμουν έτοιμη να ακολουθήσω αυτή την παρόρμηση όταν ο Αρθούρος έπιασε το χέρι μου. Έπειτα το κεφάλι του έπεσε με δύναμη στον ώμο μου. Το σήκωσε προς τα πάνω με αποτέλεσμα η μύτη του να ακουμπάει τον λαιμό μου. Τότε διαπίστωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τον έσπρωξα τόσο ώστε να μην φανώ αγενής αλλά και για να καταφέρω να τον απομακρύνω από πάνω μου. Δεν μου άρεσε η τόσο μεγάλη οικειότητα που είχε αποκτήσει μόνος του χωρίς την άδεια μου. Μα πάνω από όλα φοβόμουν ότι τη σκηνή αυτή την είχε δει ο Μαξ. Και ίσως να πίστευε ότι το είχα ευχαριστηθεί; Μα τι βλακείες σκεφτόμουν; Γιατί να με ένοιαζε τι θα σκεφτόταν ο Μαξ; Και γιατί πίστεψα ότι ο Αρθούρος είχε κάτι πονηρό στο μυαλό του;

Σηκώθηκα απότομα και χωρίς καμία εξήγηση ακολούθησα το μονοπάτι ανάμεσα στα τραπέζια που οδηγούσε στον χώρο έξω από το μαγαζί. Όταν κατάφερα να βγω το δρομάκι ήταν σκοτεινό και σχεδόν αμέσως μετάνιωσα που βγήκα. Έριξα το κεφάλι μου πίσω ακουμπώντας το σώμα μου στον δροσερό τοίχο. Αν και είχε νυχτώσει η ζέστη ήταν ακόμη αφόρητη. Δεν με βοηθούσε ιδιαίτερα.

«Είσαι καλά;» τον άκουσα να με ρωτάει

Αυτόματα η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Ένιωσα απέραντη χαρά που με είχε ακολουθήσει. Άκουσα τα βήματα του να πλησιάζουν προς το μέρος μου καθώς δεν λάμβανε κάποια απάντηση. Σήκωσα το κεφάλι μου και έκπληκτη τον βρήκα συνταρακτικά κοντά μου. Στεκόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο βαθιά μέσα στα μάτια. Ένιωθα ότι μπορούσε να δει κάθε σκέψη μου. Και αυτό με τρόμαζε. Κατέβασα το βλέμμα μου. Προσπάθησα να απομακρυνθώ αλλά εκείνος έβαλε το χέρι του δεξιά μου ακουμπώντας τον τοίχο. Προσπάθησα να φύγω από την άλλη πλευρά αλλά με πρόλαβε ξανά. Βρισκόμουν εγκλωβισμένη ανάμεσα στα δύο του χέρια. Σήκωσα αργά το βλέμμα μου. Τα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν μέχρι να δω τα μάτια του ήταν βασανιστικά πολλά. Έλιωσα. Και τότε κατάλαβα για πρώτη φορά στην ζωή μου πως ήταν η αίσθηση του να θέλεις να φιλήσεις κάποιον τόσο πολύ που να πονάς. Το έβλεπα στα μάτια του ότι σκεφτόταν και εκείνος το ίδιο.

«Δεν με συμπαθείς, έτσι;» με ρώτησε

Ένιωσα λες και με χτύπησε κάτι πολύ βαρύ στο κεφάλι. Μάλλον δεν σκεφτόμασταν το ίδιο. Τι;;; Με είχε μόλις ρωτήσει αν τον συμπαθούσα; Εγώ ήμουν... Τι ήμουν αλήθεια; Μου άρεσε; Δεν μπορούσα να του το πω όμως αυτό. Καλά δεν μπορούσε να καταλάβει και μόνο από το τρέμουλο μου εξαιτίας της μηδαμινής απόστασης που είχαμε ότι ένιωθα κάτι για εκείνον; Πως τολμούσε και με ρωτούσε κάτι τέτοιο αυτή την στιγμή;

«Γιατί να μην σε συμπαθώ;» τον ρώτησα προσπαθώντας να αποφύγω να του δώσω την απάντηση στην ερώτηση που μου είχε κάνει.

Η πόρτα άνοιξε και ο Αρθούρος εμφανίστηκε. Αμάν αυτός ο άνθρωπος, σκέφτηκα, γιατί έπρεπε να εμφανιστεί εδώ αυτή την στιγμή; Αμέσως ο Μαξ απομακρύνθηκε από κοντά μου και είπε κάτι στον Αρθούρο που δεν κατάλαβα. Βασικά δεν μπορούσα να δώσω σημασία σε ότι και αν συνέβαινε γύρω μου εκείνη την στιγμή. Ωστόσο τους ακολούθησα ξανά μέσα στο μαγαζί. Από εκείνη την στιγμή και μετά δεν μίλησα ιδιαίτερα. Ούτε ήπια τίποτα περισσότερο. Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω ότι το ποτό έφερνε στην επιφάνεια ανεπιθύμητα συναισθήματα. Έτσι ότι είχε βγει προς τα έξω απόψε το έκρυψα επιμελώς στα βάθη της ψυχής μου και προσποιήθηκα ότι όλα ήταν όπως πριν.


Φυλακισμένες ΨυχέςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora