Κεφάλαιο 48ο

821 118 7
                                    

Νίνα

Δεν ήξερα πλέον πόσος καιρός είχε περάσει και εγώ παρέμεινα φυλακισμένη στην άθλια αυτή φυλακή του παλατιού. Ήξερα μονάχα ότι ήμουν η μοναδική ζωντανή από τους τρεις Επαναστάτες που είχαν πιαστεί την ημέρα εκείνη στο παλάτι αν και δεν ήμουν σίγουρη ότι θα παρέμενα έτσι. Ο Μανώλης εμφανιζόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα ενημερώνοντας με για τις εξελίξεις. Ο Μαξ είχε αποκτήσει μια θέση στο συμβούλιο ενισχύοντας τους κοινούς και η Κάσι είχε παντρευτεί τον Βασιλιά πλέον παίρνοντας την θέση της Βασίλισσας δίπλα του. Ακόμη και εκείνη με τον τρόπο της προσπαθούσε να βοηθήσει τους κοινούς κτίζοντας είτε σχολεία είτε αναδιαμορφώνοντας τα ελάχιστα ιατρικά κέντρα που υπήρχαν σε κάθε περιοχή των κοινών ανά τις διάφορες επαρχίες του Βασιλείου.

«Φόρα αυτό» ακούστηκε η φωνή του Μανώλη και σήκωσα γεμάτη ενθουσιασμό το βλέμμα μου. Είχε καιρό να με επισκεφθεί και είχα αρχίσει να χάνω σιγά σιγά τις ελπίδες μου. Έτρεξα προς το μέρος του και πέρασα τα κοκκαλιάρικα χέρια μου μέσα από τα κάγκελα της φυλακής μου πιάνοντας το φόρεμα που μου έδινε. Το κοίταξα εντυπωσιασμένη και αμέσως συνειδητοποίησα ότι σήμερα είτε θα ήταν η μέρα που θα με εκτελούσαν είτε η μέρα που η Επανάσταση θα με απελευθέρωνε.

«Δεν έχουμε πολύ χρόνο» είπε εκείνος απαντώντας αμέσως στην ερώτηση που είχε δημιουργηθεί στο κεφάλι μου. Έστρεψε την πλάτη του προς το μέρος μου και εγώ έβγαλα με μιας τα βρώμικα ρούχα μου φορώντας το φόρεμα που μου είχε φέρει.

«Μανώλη» ακούστηκε η φωνή της Κάσι την στιγμή που ήμουν έτοιμη. Έπειτα με κοίταξε απολογητικά. Της χαμογέλασα. Εκείνη πλησίασε περισσότερο.

«Απλώς ακολούθησε με. Δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα περισσότερο...»

Ο Μανώλης ξεκλείδωσε και σύντομα βρεθήκαμε να περπατάμε από τους σκοτεινούς διαδρόμους της φυλακής στους εντυπωσιακούς διαδρόμους του παλατιού. Κατά το πέρασμα μας κάθε υπηρέτης έσκυβε το κεφάλι του υποκλινόμενος στην Κάσι και εκείνη περνούσε χωρίς να δίνει ιδιαίτερη προσοχή. Ο Μανώλης μας ακολουθούσε και εκείνος. Φαίνεται είχε διοριστεί ως η προσωπική της ασφάλεια. Γρήγορα βρεθήκαμε στην είσοδο του παλατιού. Ένας κουστουμαρισμένος άντρας της άνοιξε την πόρτα καλημερίζοντας την. Ένα μαύρο αμάξι σταμάτησε μπροστά μας. Ο Μανώλης μας προσπέρασε και άνοιξε την πόρτα στην Κάσι. Εκείνη μπήκε μέσα και στην συνέχεια ακολούθησα και εγώ. Ο οδηγός ξεκίνησε. Και κάπως έτσι ξεκινήσαμε να απομακρυνόμαστε από το παλάτι.

«Τι συμβαίνει;» την ρώτησα και εκείνη γύρισε προς το μέρος μου πιάνοντας τα χέρια μου.

«Συγγνώμη που σε αφήσαμε τόσο καιρό εκεί μέσα αλλά η κατάσταση ήταν πολύ εύθραυστη. Τον τελευταίο καιρό έχει ξεκινήσει ο Μαξ να γίνεται αποδεκτός από τους υπόλοιπους Γαλαζοαίματους και τα πράγματα έχουν ηρεμήσει...»

Δεν της απάντησα. Μόνο την αγκάλιασα. Το μαύρο τζάμι που μας χώριζε από τον οδηγό κατέβηκε και το χαμογελαστό πρόσωπο του Ορφέα εμφανίστηκε. Η καρδιά μου χτυπούσε πλέον σε ανεξέλεγκτους ρυθμούς.

Μόλις το αμάξι σταμάτησε μπροστά από το σπίτι μας βγήκα και έτρεξα στην αγκαλιά του. Εκείνος με σήκωσε στον αέρα και με στριφογύρισε καθώς ένα φιλί του στο λαιμό μου με αποσυντόνιζε την στιγμή που τα πόδια μου ακουμπούσαν ξανά στο έδαφος χάνοντας εν μέρει την ισορροπία μου.

«Μου έλειψες» είπε εκείνος και χάιδεψε τα μαλλιά μου.

«Και εμένα» παραδέχτηκα λιγάκι σοκαρισμένη με τα λόγια του αφού δεν περίμενα ποτέ μου να ακούσω κάτι τέτοιο από εκείνον. Ήταν τόσες πολλές οι φορές μάλιστα που είχε παραδεχτεί ότι δεν μπορεί να νιώσει που ποτέ δεν είχα πιστέψει ότι θα του έλειπα. Ότι αισθανόταν κάτι για εμένα αναγκάζοντας τον εαυτό μου να θάψει τα δικά μου συναισθήματα. Ειδικά έπειτα από εκείνη την νύχτα που είχαμε περάσει μαζί.

Ο Μαξ βγήκε από το σπίτι και με αγκάλιασε.

«Μικρή μη μας το κάνεις αυτό ποτέ ξανά» είπε μόνο και άνοιξε την πόρτα της Κάσι. Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της και εκείνη ακούμπησε το δικό της στο δικό του. Τον κοίταξε και εκείνος χάθηκε σε εκείνο το βλέμμα.

«Αυτοί οι δύο...» ψέλλισα και κοίταξα τρομαγμένοι τον Ορφέα.

«Πάμε μέσα» μου είπε και με τράβηξε.

«Περίμενε» τον κράτησα σταθερά στη ίδια θέση «θέλω να μείνω για λίγο στον ήλιο» και κοίταξα γύρω μου ρουφώντας την κάθε ακτίνα που έπεφτε στο κορμί μου.

«Νίνα» είπε ο Ορφέας τραβώντας την προσοχή μου. Τον κοίταξα. Το βλέμμα του ήταν σοβαρό. Και χωρίς καμία απολύτως προειδοποίηση με φίλησε. Τα χείλη του εγκλώβισαν τα δικά μου σε ένα φιλί που μου φάνηκε τόσο μικρό. Όταν απομακρυνθήκαμε για να πάρουμε αέρα πέρασα τα χέρια μου γύρω του και αναζήτησα ξανά τα χείλη του. Σήμερα ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Μπορούσα να το πω με βεβαιότητα...


Φυλακισμένες ΨυχέςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora