Κεφάλαιο 61ο

729 109 28
                                    

Το πρόσωπο του Μαξ στο πλήθος με αφύπνισε. Δεν ήμουν ακόμη έτοιμη να πεθάνω. Δεν ήμουν ακόμη έτοιμη να πάω να τον συναντήσω. Ακόμη και αν μου είχε λείψει σε σημείο να πονάω. Σήκωσα το χέρι μου και άγγιξα την λεπίδα. Στάλες αίματος έπεσαν στο έδαφος. Όμως δεν ένιωσα πόνο. Έστρεψα το κεφάλι μου και κοίταξα τον Δούκα του Σαχ. Εκείνος είχε στραμμένη την προσοχή του στο πλήθος γύρω μας που περίμενε να δει τι θα συνέβαινε στην συνέχεια. Οι καστανές μπούκλες που ανέμιζαν στο κεφάλι του προσέδιδαν μια αγριότητα στο πρόσωπο του που συνδυαζόταν άψογα με το μίσος που σκοτείνιαζε το βλέμμα του. Του χαμογέλασα χωρίς να του δείχνω ίχνος φόβου.

«Λοιπόν; Τι θα κάνεις; Θα με σκοτώσεις ακόμη και αν γνωρίζεις ότι οι κοινοί θα ξεσηκωθούν;»

«Οι κοινοί θα πάψουν να σηκώνουν κεφάλι όταν θα έχεις πεθάνει εσύ. Πουτάνα.» είπε φτύνοντας τις λέξεις. Γέλασα.

«Ίσως. Κάποια στιγμή θα κουραστούν να σκύβουν το κεφάλι όμως. Θα ακολουθήσουν τον δρόμο που ανοίξαμε εμείς!» εκείνος φάνηκε να σκέφτεται για ένα λεπτό τα λόγια μου. Ξαφνικά έστρεψε το κεφάλι του προς την είσοδο του παλατιού και ένα ειρωνικό χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπο του. Η Αναστασία, η αδερφή του Φίλιππου, έβγαινε περπατώντας προκλητικά προς το μέρος μας. Φορούσε ένα λευκό, η άκρη του οποίου έφτανε στο έδαφος μαυρίζοντας ελαφρά σε εκείνο το σημείο, και ένα κατακόκκινο κραγιόν. Τα μαλλιά της είναι λυτά και φαινόταν να μην έχει αίσθηση του κινδύνου. Εκτός και αν... Μα δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό οπότε το άφησα στην άκρη και την κοίταξα γεμάτη περιέργεια ώστε να διαπιστώσω τι σκόπευε να κάνει. Στάθηκε μπροστά μας και κοίταξε τον Δούκα του Σαχ. Εκείνος άπλωσε το χέρι του κατεβάζοντας το σπαθί του από τον λαιμό μου και φίλησε το χέρι της που εκείνη ακούμπησε μέσα στο δικό του. Τα μάτια μου μετατράπηκαν σε δύο σχισμές συνειδητοποιώντας ότι εκείνη ήταν ο προδότης που είχε επιτρέψει στους εχθρούς να διεισδύσουν τόσο εύκολα στο παλάτι.

«Τι σου πρόσφερε;» ρώτησα δείχνοντας καθαρό μίσος στον τόνο της φωνής μου.

«Την Βασιλεία φυσικά. Εγώ και εκείνος θα κυβερνήσουμε μαζί...»

Έφτυσα προς το μέρος της.

«Μας πρόδωσες όλους για να γίνεις Βασίλισσα;» ρώτησα αηδιασμένη.

«Εσύ το έκανες πρώτη» είπε και ξαφνικά εμφάνισε ένα κιτρινισμένο χαρτί. Το ξεδίπλωσε προσεκτικά και το έφερε κοντά στο πρόσωπο μου. Η Συνθήκη. Κρατούσε την Συνθήκη στα χέρια της, το χαρτί που ήταν ικανό να διαλύσει μια για πάντα την Βασιλεία. Προσπάθησα να το πιάσω. Εκείνη όμως το τράβηξε μακριά. Αντιθέτως έσκυψε και πλησίασε το πρόσωπο μου.

Φυλακισμένες Ψυχέςحيث تعيش القصص. اكتشف الآن