Κεφάλαιο 63ο

700 100 4
                                    


Αρθούρος

Είχε σταματήσει να μετράμε τις ημέρες. Δεν είχε νόημα. Απλώς περπατούσαμε σε ερημικά δρομάκια, μακριά πάντα από τον κεντρικό δρόμο όπου μπορεί κάποιος να χρησιμοποιούσε. Πίσω μας δεν υπήρχε τίποτα πλέον. Μπροστά μας μόνο εναλλαγές του περιβάλλοντος. Πότε ερημικές τοποθεσίες, πότε παλιές πόλεις εγκαταλειμμένες από τον τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο και πότε δάση και κοιλάδες. Με τον Ορφέα μιλούσαμε ελάχιστα. Και αυτό γινόταν συνήθως τις βραδινές ώρες όταν αποκοιμόμασταν κάτω από τον έναστρο ουρανό θυμούμενοι παλιές καλές εποχές. Μόνο αυτό επιτρέπαμε στον εαυτό μας να κάνει. Και η αλήθεια ήταν ότι παλεύαμε αρκετά μέσα μας ώστε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι οι υπόλοιποι φίλοι μας ίσως ήταν νεκροί. Ότι αν δεν φτάναμε σε λίγες μέρες στον προορισμό μας θα ήμασταν και εμείς νεκροί αφού οι προμήθειες μας έφταναν στο τέλος του.

Οι πρώτες ψιχάλες έπεσαν στο πρόσωπο μου. Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα τον ουρανό και στην συνέχεια τον Ορφέα.

«Συνεχίζουμε;» ρώτησα κάπως απογοητευμένος από τον καιρό.

«Ναι, μέχρι να μην μπορούμε άλλο!» απάντησε εκείνος και επιτάχυνε το βήμα του.

Τώρα εισχωρούσαμε σιγά σιγά σε μια δασική περιοχή και τα δέντρα κάλυπταν κάπως τις χοντρές ψιχάλες. Ξέραμε πως όσο πλησιάζαμε στην Σοβιετική Επαρχία το κρύο και η ένταση της κακοκαιρίας θα δυνάμωνε, αλλά για δύο άτομα που δεν έχουν βγει ποτέ έξω από την Ποσειδωνία, την πόλη του ήλιου, η φαντασία μας σχετικά με τις καιρικές συνθήκες στο μέρος όπου πηγαίναμε ήταν φτωχή. Ωστόσο μέσα μου είχε ριζώσει μια βαθιά προσμονή να βρεθώ σε αυτό το τόσο διαφορετικό μέρος.

Αυτά σκεφτόμουν όταν έσκασε ένα βέλος δίπλα από το κεφάλι μου και στερεώθηκε στο δέντρο που βρισκόταν δίπλα μου. Κοίταξα προς την κατεύθυνση που αυτό είχε έρθει.

«Τρέξε» φώναξε ο Ορφέας «μας βρήκαν» τον ακολούθησα μέσα στο δάσος. Η βροχή δυνάμωνε και δεν έλεγε να σταματήσει. Και εμείς τρέχαμε ελπίζοντας να ξεφύγουμε. Από πίσω μας ακούστηκαν χλιμιντρίσματα και στην συνέχεια το τρέξιμο αλόγων. Έστρεψα το κεφάλι μου και έκλεψα μια ματιά. Γύρω στα είκοσι άλογα με τους ιππείς τους μας ακολουθούσαν. Μόνο που εκείνοι δεν έμοιαζαν με φρουρούς του Βασιλείου. Φορούσαν κουρέλια και είχαν μπογιές στα πρόσωπα τους σχηματίζοντας διάφορα σχέδια. Τα μαλλιά τους ήταν μακριά. Ωστόσο κατά έναν περίεργο λόγο φαινόντουσαν πολύ πιο επικίνδυνοι.

Βέλη συνέχισαν να πέφτουν δίπλα μας και σύντομα εκείνοι μας είχαν περικυκλώσει με τα άλογα τους. Δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε. Δεν μπορούσαμε καν να παλέψουμε αφού δεν είχαμε όπλα μαζί μας.

«Σκοτώστε τους» είπε ο αρχηγός τους «είναι υπήκοοι του Βασιλείου» και δύο από τους πολεμιστές του κατέβηκαν από τα άλογα τους ρίχνοντας μας στο έδαφος.

«Μισό λεπτό» είπε ο Ορφέας.

«Δεν είμαστε υπήκοοι του Βασιλείου. Το σκάσαμε από την Ποσειδωνία. Προσπαθούμε να βρούμε καταφύγιο» εξήγησα χωρίς να χάνω οπτική επαφή με τον αρχηγό τους. Εκείνος συνέχιζε να μας κοιτάζει ψυχρά.

«Πολύ καλά» είπε «θα αποφασίσουν οι Γέροντες τι θα γίνει με αυτούς. Πάρτε τους»

Οι δύο άντρες μας σήκωσαν απότομα και έδεσαν τα χέρια μας με σχοινί. Στην συνέχεια κρατώντας την άκρη του σχοινιού στα χέρια τους καβάλησαν τα άλογα τους. Και κάπως έτσι τραβώντας μας μας ανάγκαζαν να τους ακολουθούμε προς την κατεύθυνση που ήταν το χωριό τους.

«Δεν μας έχουν καλύψει το κεφάλι» σχολίασε ο Ορφέας. Η παρατήρηση του ήταν άκρως τρομακτική.

«Υπάρχουν μόνο δύο λόγοι για αυτό» του απάντησα «ή θα μας σκοτώσουν ή θα μας κρατήσουν εκεί...»

Η συνειδητοποίηση των λόγων μου τον χτύπησε γρήγορα και έβλεπα στα μάτια του ότι προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να ξεφύγουμε από τους πρωτόγονους αυτούς ανθρώπους που μας είχαν αιχμαλωτίσει. Έπρεπε να ξεφύγουμε. Έπρεπε να φτάσουμε στο ίσως μοναδικό ελεύθερο Δουκάτο του Βασιλείου πριν η Αναστασία και ο Δούκας του Σαχ άπλωναν τα χέρια τους και σε αυτό. Έπρεπε να πάρουμε εκδίκηση.

Η βροχή είχε γίνει υπερβολικά έντονη. Και όμως οι καβαλάρηδες μπροστά μας τραβούσαν τα σχοινιά ρίχνοντας μας κατά διαστήματα στις λάσπες. Στους καρπούς μου είχαν δημιουργηθεί πληγές και ένιωθα τη γεύση του χώματος στο στόμα μου. Ο Ορφέας έδειχνε ταλαιπωρημένος και εξαντλημένος. Περπατούσαμε αρκετή ώρα περνώντας μέσα από το δάσος, ανεβαίνοντας λόφους και κατεβαίνοντας τους. Και επιτέλους το χωριό τους εμφανίστηκε. Μερικές καλύβες δίπλα σε ένα ποτάμι. Περιτριγυριζόταν από μια έκταση πράσινου όπου υπέθετα ότι ήταν οι καλλιέργειες τους, από όπου έπαιρναν τα απαραίτητα προϊόντα για την διαβίωση τους.

Οι κάτοικοι του χωριού μαζεύτηκαν γύρω μας κοιτάζοντας μας γεμάτοι περιέργεια. Οι στρατιώτες κατέβηκαν από τα άλογα και με δύναμη μας έσυραν σε ένα σκοτεινό χώρο. Μας πέταξαν εκεί μέσα και έφυγα.

«Πολύ ωραία» ψέλλισα καθώς έξω από το χωριό ακούστηκε ένας περίεργος ήχος και έπειτα ακολούθησαν φωνές και μουσικές. Και τα βασανιστήρια συνεχίζονταν... Γιατί έπρεπε να είναι όλα τόσο δύσκολα; Πως ήταν δυνατόν να έχουμε μπλέξει πάλι σε μια κατάσταση από την οποία ίσως να μην υπήρχε διαφυγή;


Φυλακισμένες ΨυχέςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang