Chapter 9

72 13 0
                                    

Περασε τα δακτυλα του μεσα απο τα σχεδον μπουκλωτα μαλλια του αφηνοντας μερικες κοφτες ανασες. Ανθρωποι περναγαν με σκοπο να μπουν στα επειγωντα ετσι ωστε να δουν ενα συγγενη τους, ή εφευγαν απο εκει με το πασχοντα πανω σε ενα αναπηρικο καροτσακι. Ακουγε τα γελια των αγαπημενων τους, ακουγε τις τσιριδες που εβγαζαν οταν αγκαλιαζαν τα ατομα τα οποια νομιζαν οτι ποτε δεν θα ξαναδουν στην ζωη τους, αλλα την ιδια στιγμη, δεν τα ακουγε. Ηταν λες και βρισκονταν εκει, αλλα την ιδια στιγμη το μυαλο του πεταγε καπου αλλου.

Η αληθεια ηταν οτι ποτε δεν σταματησε να ακουει τα λογια της Καγιας σε επαναληψη μεσα στο κεφαλι του. «Εσυ φταις!» ουρλιαζε συνεχεια μια φωνη, αναγκαζοντας τον να φερει τα χερια του στα αυτια του ετσι ωστε να μπλοκαρει τον θορυβο. Εκεινος ομως ακουγονταν ακομα πιο δυνατος λες και καθε αποπειρα του Κριστιαν να τον κλεισει εξω ηταν αλλη μια τρυπα στο νερο. Δεν αλλαζε ποτε τροπαριο. Ελεγε την ιδια μικρη φραση, ξανα και ξανα σε σημειο που βαρεθηκε να ακουει την φωνη.

Δεν ηταν ομως μια οποιαδηποτε φωνη. Ηταν η δικια του φωνη. Ειχε την δικια του χροια, τον δικο του κατηγοριματικο τονο, εναν τονο που του ηταν αδυνατο να ξεχασει. Τον κατηγορουσε για να πραγμα που δεν εκανε, αλλα ενιωθε σαν οι λεξεις του να ειχαν καρφια, καρφια που τον διαπερνουσαν αλλα πονουσαν περισσοτερο απο τα συνηθισμενα καρφια. Γιατι αυτα, ειχαν την δυναμη της ενοχης.

Πραγματικα, πως μπορουσε να ξεχασει την ιδια του την φωνη;

***

Ανοιξε την μεγαλη πορτα της πολυκατοικιας του και ετρεξε κατα μηκος του γυαλιστερου -και ορισμενες φορες γλιστερου- διαδρομου. Τα παπουτσια του παραπονιοντουσταν μεσω του τριξιματος που εκαναν οτι ηρθαν σε επαφη με το κερινο πατωμα. Ηξερε οτι καθε φορα που δοκιμαζε να κανει ενα ειδος ‹πατιναζ› πανω στο δαπεδο, εβγενε η περιεργη γειτονισσα του 3ου οροφου και του φωναζε. Τι ‘κουτοπεδο’ τον φωναζε, τι ‘φαζαριοζικη καταστροφη’, εκεινον δεν τον ενιαζε. Το ιδιο τροπαριο ειχε μαθει να ακουει απο τοτε που πατησε το ποδι του στην πολυκατοικια για την πρωτη φορα.

Θυμωνταν το μικρο ενθουσιασμενο ουρλιαχτο που ειχε βγαλει οταν οι γονεις του τον πηραν και τον «συστησαν» στο νεο του σπιτι. Θυμωνταν το ποσο διογκωθηκαν τα ματια του οταν ειδε μπροστα του την εφταοροφη πολυκατοικια που την εμοιαζε σαν το καστρο, απο τα παραμυθια που του διαβαζε ο πατερας του λιγο πριν παει για υπνο. Επεισης θυμωνταν το ποσο πολυ ειχε τρεξει τριγυρω απο το σπιτι, το ποσο πολυ ειχε συρθει σε καθε γωνια του, προσπαθωντας να το μαθει καλυτερα. Θυμωνταν το πρωτο βραδυ που περασε εκει, οταν ειχε πεσει εξαντλημενος στο κρεβατι του με ενα πλατυ χαμογελο, και το ποσο εσφυγγε το αρκουδακι του, τον κυριο Ρεο, στην αγκαλια του.

Ouija (B2K18WB)Where stories live. Discover now