Chapter 5

85 13 0
                                    

Οταν ο Κρίστιαν ανοιξε τα μάτια του, το μονο που ειδε ηταν σκοταδι, με την μονη εξαιρεση μια μικρη ακτινα φωτος η οποια εμπαινε απροσκαλεστη μεσα στο δωματιο. Ανοιγοκλεισε τα ματια του, και μετακινισε το χερι του απο τα ματια του για να κοιταξει στο ρολοι του που ηταν παραδιπλα. 3:30 το πρωι. Ο Κρίστιαν καταραστηκε το υποσυνιδειτο του που τον σηκωσε απο μια τετοια ωρα, και γυρισε να κοιταξει τον Νέιτ που κοιμονταν παραδιπλα του. Το κεφαλι του ηταν χωμενο στο μαξιλαρι, και αναπνεε αργα και σταθερα. Χαμογελασε προς τον εαυτο του και ανασηκωθηκε , προσεχοντας να μην τον ξυπνησει. Ωστοσο, μολις το ποδι του καταλαθος ακουμπησε το δικο του, Ο Νέιτ πηρε μια βαθεια ανασα, και εβγαλε ενα μικρο βογγητο, αρκετο για να κανε τον Κριστιαν να χαχανισει. Τωρα ηξερε τι θα χρησιμοποιουσε για να τον κανει να ντραπει λιγακι. Γυρισε το κεφαλι του προς την πορτα, αλλα τοτε παγωσε με τα ματια του διαπλατα.

Εκει, μπροστα στην πόρτα, καθοταν το πνευμα με το οποιο είχαν επικοινωνισει, ουτε καν 5 ωρες πριν. Το πεπλο της επεφτε στο προσωπο της, αλλα απο τα σημεια του δεν ηταν καμμενο, και ετσι υπηρχε ενα μικρο ανοιγμα, μπορουσε να δει το προσωπο της. Αυτη την φορα δεν ηταν καμμενο πολυ. Φαινονταν σχεδον ανθρωπινο. Σχεδον. Γιατι σχεδον; Γιατι σε αυτα τα μαυρα ματια, ηταν γραμμενο τοσο μισος και απεχθια που θα μπορουσε να σκοτωσει ανθρωπο. Αλλα τι του ελεγε οτι δεν ηθελε να τους σκοτωσει; Το βλεμμα της φιγουρας κινηθηκε πρωτα σε αυτον, και μετα το αγορι που κοιμοταν διπλα του. Υστερα, εκανε το κεφαλι της στο πλαι, ανοιξε την πορτα, και βγηκε εξω, με αργες κινησεις, ωστοσο τα ματια της, εμειναν επανω του.

Ο Κρίστιαν για μια στιγμη εμεινε να την κοιταει, χωρις να ξερει τι να κανει. Και αν ομως εφευγε για να παει τους αλλους; Σε αυτην την σκεψη τιναχτηκε επανω λες και τον χτυπησε το ρευμα και με γρηγορα κατευθυνθηκε προς την πορτα οπου η οντοτητα ειχε περασει. Μολις πατησε στον διαδρομο που οδηγουσε στην κουζινα, και στο σαλονι, οπου τριγυρω βρισκονταν τα δωματια οπου κοιμονταν η παρεα που ειχε παιξει το παιχνιδι, το βλεμμα του πλανηθηκε γυρω γυρω, μεχρι που το βλεμμα του εποιασε το γνωστο μακρυ μαυρο πεπλο που φαινονταν να χανωνονταν στο σαλονι. Για μια στιγμη κοιτουσε το κενο με γουρλωμενα ματια, αλλοτε καταπινοντας και αλλοτε σφιγγοντας τις γροθιες του ετσι ωστε να βρει το κουραγιο να περπατησει προς το σαλονι.

Τα ποδια του δεν τα ενιωθε. Ήταν λες και απο την μια στιγμη στην αλλη, τα ποδια του ειχαν αντικατασταθει απο ζελε, και αμα εκανε ενα μονο βημα θα σωριαζονταν κατω. Πήρε μια βαθεια ανασα και εκλεισε τα σφικτα τα ματια του, καθως οι γροθιες του εγιναν ασπρες απο την πιεση. Μόλις τα ξανα ανοιξε, εσφιξε τα δοντια του και πηρε το πρωτο του βημα προς την κατευθυνση του σαλονιου. Μετα αλλο ενα, και μετα αλλο ενα, μεχρι που σιγα σιγα, ο γνωστος καναπες του σαλονιου αρχισε να φαινεται. Και πανω του; Εκει καθονταν η Λιλιθ, με τα χερια της στα γονοτα, και με το βλεμμα της να πεφτει απευθειας επανω στο τοιχο, χωρις να γυριξει να τον κοιταξει ουτε λεπτο.

Ouija (B2K18WB)Where stories live. Discover now