Chapter 19

23 8 7
                                        

Τα βήματα του ήταν γοργά παρά το τσουχτερό κρύο που του έκανε εκείνη την νύχτα. Με τα χέρια του χωμένα μέσα στις τσέπες της δερμάτινης ζακέτα τους συνέχισε να προχωράει, άλλοτε στρίβωντας σε διάφορα σκοτεινά σοκάκια και άλλοτε προχώντας σε πολυσύχναστους δρόμους που έμοιαζαν λες και είχε έρθει ήδη το Πάσχα.

Δεν είχε γιορτάσει ποτέ στην ζωή του το Πάσχα, αλλά πάντα ονειρευόνταν πως θα ήταν απο μικρός, και το νοσταλγούσε. Το μόνο που χρειαζόνταν --- το μόνο που ήθελε ήταν μια οικογένεια, όχι μισοδιαλυμένη σαν την δική του αλλά μια μεγάλη, χαρούμενη, ευτυχησμένη οικογένεια σαν εκείνες των παραμυθιών. Καθώς μεγάλωνε άρχισε να καταλαβαίνει πως η ευχή του αυτή ήταν σχεδόν ηλίθια και πως τα παραμύθια δεν υπήρχαν, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε απο το σταματήσει να ελπίζει για κάτι που θα άλλαζε τελείως την ζωή του όλως την ήξερε.

Όλο και κάτι θα γινόνταν. Είτε η γυναίκα που είχε παντρευτεί ο πατέρας του θα ξυπνούσε μια μέρα και θα αγαπούσε τον πατέρα του, ή θα ξύπναγε και θα διαπίστωνε πως ότι ζούσε ήταν ένα κακό, πολύ κακό όνειρο. Όμως, τίποτα δεν γινόνταν και με τα χρόνια συμβιβάστηκε με την ιδέα της ζωής όπως την ήξερε. Με μια μητέρα αλκοολική, με έναν πατέρα που δεν πρόφτασε να πατήσει ούτε καν τα πενήντα πριν πεθάνει απο καρκίνο του πνεύμονα, και ένα σπίτι λες και βγήκε απο τις παλιές ελληνικές τανίες του ενενήντα.

Το κρύο τον βοήθησε να απαλλαγεί απο αυτόν τον χείμαρο αναμνήσεων που τον κατέλυσε καθώς σήκωσε το κεφάλι του να ελένξει το μεγάλο στήλο πάνω στον οποίο ήταν χαραγμένες οι διευθύνσεις. Στένεψε τα μάτια του για να διαβάσει την επιγραφή μέσα απο τις μικρές στρώσεις χιονιού αλλά όταν δεν μπόρεσε αναστέναξε βαριά.

Αυτόν τον χρόνο βρήκε να χιονίσει και σε αυτό το μέρος; Όταν ήταν μικρός θυμόνταν πως έκανε ότιδηποτε του έλεγε η μητριά του προκειμένου να χιονίσει και κοιμώνταν απο τις οκτώ το απόγευμα ώστε να ήταν ξεκούραστος το επόμενο πρωί για να παίξει στο χιόνι και να φτιάξει χιονάνθρωπους. Τότε όμως ποτέ δεν χιόνιζε. Και βρήκε τώρα να χιονίσει; Τώρα που δεν το ήθελε με τίποτα;

"Γαμημένε διάολε..." Μουρμούρισε όταν τα δάκτυλα του ακούμπησαν τις κρύες στρώσεις του χιονιού. Έσφιξε τα δόντια του, και μια απότομη κίνηση τίναξε το χιόνι απο την μεταλλική πινακίδα για να διαβάσει την επιγραφή. Σοφοκλέους και Σωκράτη.

Κοίταξε τριγύρω και ξανάβαλε τα χέρια του μέσα στις ζεστές τσέπες της δερμάτινης ζακέτας του. Σύμφωνα με το μήνυμα του αγνώστου παραλήπτη, εδώ ήταν το σημείο συνάντησης τους, μέσα στην μεγάλη καφετέρεια που βρισκόνταν ακριβώς απέναντι του. Γρήγορα διέσχισε τον δρόμο πριν προλάβει να τον πατήσει κανένα αυτοκίνητο και ύστερα έτριψε με το χέρι του την τζαμαρία της καφετέριας ώστε να ρίξει μια ματιά στο εσωτερικό της  και ίσως να εντοπίσει το άτομο το οποίο του έστειλε εκείνο το μήνυμα.

Ouija (B2K18WB)Where stories live. Discover now