Chapter 14

44 11 4
                                    

Με το που ακούστηκε ο πρώτος γδούπος, άνοιξε τα μάτια και ανακάθησε στο κρεβάτι.

Πήρε μια βαθιά ανάσα, και κοίταξε δίπλα του, εκεί που πριν απο μία ώρα κοιμόνταν ο Νέιτ. Θυμόνταν οτι είχε μείνει ώρες μετά απο την νύχτα που πέρασαν μαζί, να τον κοιτάει με θαυμασμό, αμφιβάλλοντας αν ότι είχε συμβεί είχε όντως συμβεί, ή ήταν δημιούργημα της φαντασίας του. Τώρα, θυμόνταν την σουβλία στην καρδιά του που είχε νιώσει όταν το μόνο πράγμα που μαρτυρούσε την παρουσία του Νέιτ, ήταν η μικρή λακούβα που είχε σχηματίσει το στρώμα απο όταν ήταν ξαπλωμένος.

Κόμποι ιδρώτα άρχισαν και σχηματίζονταν στο μέτωπο του, οι οποίοι με το φώς του φεγγαριού φαίνονταν σαν μικρές πέρλες. Ο Κρίστιαν έφερε τα πόδια του κοντά στο στήθος του, και έσφιξε τα φρύδια του, προκειμένου να σκεφτεί. Να κατεβάσει ένα σχέδιο. Οτιδήποτε. Το οτιδήποτε ήταν καλύτερο απο το τίποτα που είχε.

Ο ίδιος θόρυβος επαναλήφθηκε για δεύτερη συνεχόμενη φορά, και η περιέργεια έδωσε την θέση της στον τρόμο. Ο ήχος έμοιαζε λες και κάτι θρυμματίζονταν στο πάτωμα, και έσπασε σε χίλια μικρά κομματάκια, τα οποία με την σειρά τους, έσπαγαν σε άλλα τόσα καινούργια. Η καρδιά του σφίχτηκε στο στήθος του, όταν μια σκέψη εισέβαλε βίαια στο μυαλό του.

Το βιβλίο.

Με πανικόβλητες, άτσαλες κινήσεις, ο Κρίστιαν έφτασε στο άλλο άκρος του κρεβατιού, απο την μεριά του Νέιτ και άνοιξε το πρώτο συρτάρι του κομοδίνου. Εκεί, βρισκόνταν το βιβλίο, ή καλύτερα, το καταραμένο ημερολόγιο εκείνης που τους είχε προκαλέσει όλα τα δεινά του είχαν περάσει. Της Λίλιθ.

Η ανακούφιση ωστόσο, δεν κράτησε πολύ. Αν δεν ήταν το βιβλίο το οποίο θριματιζόνταν σε μικρά χαρτάκια, τότε τι μπορούσε να σπάει στις 2 το πρωί;

Ξαφνικά, μια κραυγή πόνου ήχησε μέσα στο δωμάτιο, που αν μπορούσε να κάνει τα αυτιά του Κρίστιαν να ματώσουν, θα το έκανε. Η κραυγή εκτός απο πόνο μαρτυρούσε επίσης θυμό, αλλα πάνω απο όλα, αγανάκτηση. Πριν καν το καταλάβει, είχε σηκωθεί και έτρεχε προς τον διάδρομο του σπιτιού, με τον φόβο οτι αυτός που ούρλιαζε ήταν ο Νέιτ. Όμως όταν συνειδητοποίησε κάτι, σταμάτησε απότομα λες και του είχαν πετάξει έναν κουβά με κρύο νερό.

Η κραυγή ήταν παιδική.

Μόλις σήκωσε το βλέμμα του απο το πάτωμα που το είχε, ώστε να σκεφτεί, τα μάτια του γούρλωσαν. Μπροστά στην πόρτα καθόταν εκείνη η οποία τον κοίταζε πίσω απο το μαύρο της πέπλο, καθώς τα πλατινένια της μάτια στενεύαν πάνω στην φιγούρα του νεαρού αγοριού. Ξαφνικά, ο θυμός που κρατούσε μέσα του ο Κρίστιαν και που όλο και αυξανόνταν βρήκε στόχο να εκτοξευτεί. Σε εκείνη.

Ouija (B2K18WB)Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon