Chapter 13

40 12 5
                                    

Είχε ήδη βραδιάσει όταν τα δύο αγόρια έφτασαν έξω απο το σπίτι του Νέιτ. Οι σκιές που έπεφταν πάνω στο σπίτι το έκαναν να δείχνει χίλιες φορές πιο απειλιτικό και πιο αφιλόξενο απο όταν ήταν στην πραγματικότητα, αγριεύοντας παράλληλα και τον Κρίστιαν.

Σε μία πρώτη ματιά, το σπίτι έμοιαζε σαν όλα τα άλλα: μια μικρή μονοκατοικία με μόνο έναν όροφο, περίπου σαν όλα τα άλλα σπίτια στην γειτωνιά. Όμως, όταν όλα τα άλλα σπίτια ήταν γεμάτα φώς, που έδειχνε την παρουσία ζωής μέσα στο σπίτι,  εκείνο ήταν σκοτεινό και άχαρο. Όταν τα άλλα σπίτια είχαν διακοσμημένα μπαλκόνια, με φυτά και παιδικές ζωγραφιές, εκείνο ήταν κενό. Ήταν νεκρό. Σχεδόν του θύμισε το δικό του το σπίτι όταν είχε πρώτα μετακομίσει, ωστόσο ο ίδιος είχε αναλάβει την πρωτοβουλία να το κάνει πιο «χαρούμενο» όπως είχε πεί στον πατέρα του καιρό πριν.

Όταν ο Νέιτ έσπρωξε το κλειδί του μέσα στην κλειδαρότρυπα και άνοιξε την πόρτα, τα δύο αγόρια προχώρησαν προς τον εσωτερικό διάδρομο του σπιτιού ο οποίος οδηγούσε σε μία ψηλή σκάλα. Τα πλακάκια της ήταν μαρμαρίνα, και φαίνονταν αρκετά παλιά έτσι ώστε όταν ο Κρίστιαν τα ανέβαινε, πρόσεχε να μην κάνει το λάθος να πατήσει σε μια κουφάλα η οποία θα τον έριχνε στο απόλυτο κενό.

Έτσι, με την βοήθεια του Νέιτ ο οποίος με το ένα του χέρι κρατούσε το χέρι του Κρίστιαν και με το άλλο το βιβλίο, κατάφερε να φτάσει στο τέλος της σκάλας, εκεί οπού τον περίμενε ακόμα μια πόρτα. Το θέαμα τον έκανε να αναρωτηθεί πόσες ακόμα πόρτες είχε εκείνο το σπίτι, αλλά αρκετά γρήγορα έσπρωξε αυτήν την σκέψη στο πίσω μέρος του μυαλού του.

«Μόνο αυτή είναι.» Είπε ξαφνικά ο Νέιτ, απαντώντας στην σκέψη το Κρίστιαν. Ύστερα, του έγνεψε να περάσει μέσα, κάτι που ο Κρίστιαν δέχτηκε με χαρά καθώς ο εξωτερικός χώρος είχε ήδη αρχίσει - χωρίς συγκεκριμένο λόγο - να τον ανατριχιάζει.

Ο Νέιτ δεν άφησε περιθώρια στον Κρίστιαν να κοιτάξει το σπίτι καλύτερα, και πριν καν προλάβει να πατήσει στο σπίτι τον έσπρωξε προς το δωμάτιο του. Ο Κρίστιαν κατάφερε να πάρει μια κλεφτή ματιά στο εσωτερικό του σπιτιού, το οποίο δεν ήταν και πολύ μεγάλο. Συγκεκριμένα, ήταν ασφικτικά μικρό για δύο άτομα.

Τα δύο αγόρια προχώρησαν στο δωμάτιο του μεγαλύτερου αγοριού και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Ο Νέιτ έριξε το βιβλίο που κρατούσε στο κρεβάτι, και κάθησε οκλαδόν επάνω στο στρώμα, περιμένοντας τον Κρίστιαν να κάνει το ίδιο. Το μελαχρινό αγόρι κάθησε απέναντι απο τον Νέιτ και κάρφωσε με το βλέμμα του το βιβλίο. Του γένναγε ένα αίσθημα δυσαρέσκιας που δεν ήξερε αν ερχόνταν απο προαίσθηση, η απο τρόμο λόγω της απειλής της Λίλιθ.

Ouija (B2K18WB)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora