Έφυγε

268 10 2
                                    

Ο Οδυσσέας ήταν μαζί της για μέρες. Στο δωμάτιο επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Νέκρωση. Φοβόταν γι'αυτό. Ήθελε να ακούσει οτιδήποτε εκτός απο τα μηχανήματα. Να την δει έστω να κουνάει στο βαθύ αυτό ''ύπνο'' τα δάχτυλα της. Όμως δεν γινόταν τίποτα. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να την βοηθήσουν παραπάνω. Σε αυτήν την μάχη η Αλίκη έπρεπε να πολεμήσει μόνη της. Έλα όμως που ούτε αυτή μπορούσε να κάνει κάτι. Επικρατούσε πόλεμος. Πόλεμος ανάμεσα σε δυο στρατόπεδα. Της Ζωής και του Θανάτου. Και ο Χρόνος; Ο Χρόνος έπρεπε να επιλέξει. Να σταματήσει ή να κυλήσει όπως κάνει τώρα.

Ο Οδυσσέας συνέχισε την δουλειά του. Ήταν ο μόνος τρόπος για να ξεχάσει για λίγο την απότομη στροφή που πήρε η ζωή του. Δεν τολμούσε να γυρίσει σπίτι. Ο πόνος τότε θα ηταν διπλάσιος και το σώμα του δεν θα άντεχε να δεχτεί κι άλλον. Έκλαιγε. Ακόμη και αν προσπαθούσε να είναι δυνατός. Όλοι του έλεγαν ότι υπάρχει ελπίδα. Δεν τους πίστευε. Ήξερε πως η Ωραία του Κοιμωμένη αυτήν την φορά δεν θα ξυπνήσει. Και πράγματι έτσι έγινε. Ο Χρόνος, τους πρόδωσε.

Όσα ηρεμιστικά και αν έπαιρνε ο Οδυσσέας, η απώλεια στην καρδιά του ήταν έντονη. Θα ζητούσε απεγνωσμένα το άλλο του μισό για να ολοκληρωθεί, μόνο που αυτό έφυγε για πάντα.<< Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία >> ψιθύριζε ο Οδυσσέας ειρωνικά. Όμως δυστυχώς και αυτή στο τέλος πεθαίνει. Δεν ήθελε να βλέπει κανέναν. Μάλωνε με τον Χρόνο. Τον θεωρούσε Εγωιστή. Πως ποτέ δεν λυπάται κανέναν. Δεν έχει συναισθήματα. Παίζει μαζί μας. Μας θεωρεί πιόνια του. Πιόνια τα οποία μια θα τα μετακινεί με τρομερή ταχύτητα και άλλα απλά θα ξεχνάει.

Δεν μπορούσε να περιγράψει όλα όσα ένιωσε για την Αλίκη. Τον τρόμαζαν καμία φορά τα συναισθήματα αυτά. Δεν πρόλαβε να μάθει να τα ελέγχει και τώρα αποδέχεται τις συνέπειες. Δεν γίνεται να ένιωθε κάθε φορά ανατριχίλα όταν τον άγγιζε. Με μια της παρουσία να γέμιζαν τα μάτια του με πόθο. Να χτυπάει η καρδιά του με τέτοια ταχύτητα που αναρωτιόταν πως γίνεται να του το προκαλεί όλο αυτό ένα της φιλί. Ένα απλό φιλί. Οι άλλοι δεν καταλάβαιναν. Δεν ήξεραν πως ο Οδυσσέας είχε όνειρα. Όνειρα ενός χαρούμενου τέλους που δεν ήρθε ποτέ.

Στην κηδεία πήγε πρώτος και έφυγε τελευταίος. Ζήτησε να την ντύσουν στα λευκά. Έτσι θα ερχόταν στην εκκλησία την ημέρα του γάμου τους, σαν άγγελος. Η Αλίκη πάντα ξεχώριζε με την γαλήνη και την φωτεινότητα της απο το μουντό πλήθος που περιβάλλει τον κόσμο μας πλέον. Κάθισε δίπλα στην ταφόπλακα της και την χάιδευε. Ένιωθε τόσο κοντά της μα τόσο μακριά ταυτόχρονα. Υπήρχαν παντού κόκκινα τριαντάφυλλα. Τα αγαπημένα της. Τους χαρακτήριζαν αυτά τα λουλούδια, δηλαδή τον μεγάλο έρωτά τους.

Την σκεφτόταν κάθε βράδυ με ένα ποτήρι ουίσκι στην βεράντα. Τα ξανθά της μαλλιά. Τα ελκυστικά της χείλια. Τα κόκκινα μάγουλα όταν ντρεπόταν και αυτά τα μάτια που ήταν γεμάτα ζωντάνια. Η φυσική της ομορφιά χωρίς την χρήση καλλυντικών. Με μια λέξη πανέμορφη. Ενώ αυτός; Την άξιζε; Όχι, πίστευε πως δεν την άξιζε. Πως αυτός φταίει που πέθανε. Αυτός και η πρόταση γάμου. Αυτός που την άκουσε όπως κάθε φορά και δεν πήγε στην δουλειά. Αυτός έπρεπε να είναι στην θέση της. Αυτός έπρεπε να πεθάνει.

Και ενώ ο Οδυσσέας και οι υπόλοιποι προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν αυτήν την μεγάλη απώλεια με την οποία ήρθαν αντιμέτωποι, ο Χρόνος, χωρίς κανένα ίχνος ντροπής, έψαχνε το επόμενο του θύμα.

ΤΕΛΟΣ.
Ξέρω ότι το τέλος μπορεί να μην σας αρέσει όμως δυστυχώς στην ζωή δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι ένα χαρούμενο τέλος. Άνθρωποι όπως η Αλίκη και ο Οδυσσέας. Ευχαριστώ πραγματικά οσους διάβασαν την ιστορία μου και συγγνώμη αν αργούσα να ανεβάζω κεφάλαια. Καλή σας συνέχεια.

Ο Χρονος Σταματησε Where stories live. Discover now