Ένα βήμα πριν το τέλος

180 9 0
                                    

Αλίκη.
Τα συναισθήματα που ένιωθα δεν μπορούσα να τα περιγράψω. Ήμουνα η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο. Δεν μπορούσα να μην βουρκώνω στην ανάμνηση της πρότασης του Οδυσσέα. Παραλία και κόκκινα τριαντάφυλλα. Σαμπάνια και ηλιοβασίλεμα. Δεν μπορούσε να μου κάνει καλύτερη πρόταση γάμου απο αυτήν. Ήξερα πως αυτός ο άνθρωπος είναι ο καταλληλότερος για μένα. Αυτός που έφερε τα πάνω κάτω στην ζωή μου. Απλά Αυτός.

Την στιγμή που γιορτάζαμε, καθισμένοι στην αμμουδιά, ένιωσα το κινητό μου να δονείται. Πρόσεξα πως ήταν το νούμερο του νοσοκομείου που δουλεύω γι'αυτό δεν άργησα ούτε λεπτό να απαντήσω.

-Αλίκη Αργυρού;

-Μάλιστα.

-Έκτακτο περιστατικό. Χρειαζόμαστε άτομα οπωσδήποτε για μια εγχείρηση. Θα μπορέσετε να έρθετε εσείς ή ο κύριος Σταυρίδης;

-Ναι ναι βεβαίως. Θα έρθω εγώ.

-Σας ευχαριστούμε. Μην αργήσετε παρακαλώ.

Όταν έκλεισα το κινητό όλοι με κοιτούσαν προφανώς με μια μεγάλη απορία στο προσώπου.

-Δουλειά.

-Αγάπη μου θα πάω εγώ καλύτερα.

-Όχι. Πολλά έκανες για μένα σήμερα. Θα τα πούμε στην δουλειά το πρωί. Χριστίνα να πάρω το αυτοκίνητο σου; Θα σε γυρίσει ο Οδυσσέας αν είναι.

-Φυσικά και το ρωτάς; Αν και είναι απαράδεκτο που πας δουλειά τέτοια στιγμή.

-Είναι έκτακτο δεν μπορώ να το απορρίψω.

Έβαλα μπρος το αυτοκίνητο της Χριστίνας με προορισμό το νοσοκομείο. Οι δρόμοι ήταν ελεύθεροι δίνοντας μου την δυνατότητα να αυξήσω λίγο την ταχύτητα μου για να φτάσω νωρίτερα. Πάντα αυτό το άγχος να μην αργήσω. Αυτή η υπευθυνότητα έχοντας στα χέρια σου την ζωή ενός ανθρώπου. Έπρεπε να βιαστώ. Το φανάρι είναι κόκκινο. Πόσο ενοχλητικά είναι τα φανάρια; Βλέπω το πράσινο να φωτίζει και πατάω γκάζι. Το μόνο που ένιωσα όμως είναι να χτυπάω το κεφάλι μου στο τζάμι και φως να με τυφλώνει.

Οδυσσέας.
Καθόμασταν ακόμη στην παραλία. Το αεράκι φυσούσε απαλά το προσώπου μου. Είπε Ναι. Η Αλίκη μου μου απάντησε με την λέξη Ναι. Άρχιζαν να αχνοφαίνονται τα αστέρια. Τι υπεροχή νύχτα; Βασικά λάθος. Τι υπεροχή μέρα που είναι η σημερινή. Οι γονείς της Αλίκης είχαν φύγει ήδη εφόσον αύριο έπρεπε να ξυπνήσουν και αυτοί νωρίς το πρωί και δίπλα μου είχα μια Χριστίνα και έναν Διονύση να διαφωνούν ξανά. Αυτοί οι δύο θα καταλήξουν σίγουρα μαζί παρόλο που δεν το παραδέχονται. Θα το ήθελα αυτό για τον αδελφό μου. Η Χριστίνα είναι ένας άνθρωπος με τσαμπουκά και χιούμορ. Με εντυπωσιακή εμφάνιση όμως κατά ταλα και νοικοκυρά. Τι άλλο να θέλει ένας άντρας; Απο τις σκέψεις μου με έβγαλε το κινητό μου. Απαντάω με την μία και ακούω μια γνώριμη φωνή.
Το κινητό μου μου έπεσε απο τα χέρια. Άρχισα να τρέμω και να κλαίω. Όχι δεν γίνεται αυτό. Τα παιδιά σταμάτησαν να μαλώνουν και με βομβάρδισαν με ερωτήσεις.

-Η Αλίκη είχε ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο. Είναι στα έκτακτα.

Τρέξαμε κυριολεκτικά μέχρι το αυτοκίνητο μου. Ο Διονύσης κάθισε στην θέση του οδηγού. Αν και αναστατωμένος ήταν ο μόνος που βρισκόταν στα λογικά του. Η διαδρομή μέχρι το νοσοκομείο μου φάνηκε αιώνια. Λες και ο χρόνος σταμάτησε. Γιατί να σταματήσει αυτήν την στιγμή που θέλω όσο τίποτε άλλο να βρίσκομαι κοντά της; Γιατί με κρατάει μακριά της; Γιατί δεν κυλάει όπως κάνει κάθε φορά; Γιατί αυτήν την δύσκολη στιγμή της ζωής μου μετατρέπεται σε εχθρό μου και όχι σε σύμμαχο;

Νιώθω το αυτοκίνητο να σταματάει. Φανάρι. Όμως έμεινε μόνο ένα τετράγωνο. Η ουρά απο αυτοκίνητα είναι μεγάλη. Όχι τώρα κίνηση. Βγήκα έξω και άρχισα να τρέχω. Δεν με ένοιαζε η βροχή που άρχισε να πέφτει. Έπρεπε να είμαι δίπλα της όταν ξυπνήσει. Επειδή θα ξυπνήσει. Να της χαμογελάσω και να της πω πως όλα τελείωσαν. Πως μας περιμένει μια οικογένεια. Ένα μέλλον που θα είμαστε μαζί. Ανέβαινα τα σκαλοπάτια τρία τρία χωρίς να σταματάω ακόμη και αν είχα λαχανιάσει. Μπαίνω σιγανά στο δωμάτιο εφόσον είμαι χειρουργός και έχω το κάθε δικαίωμα. Τα πράγματα είναι δύσκολα. Το βλέπω στις εκφράσεις τους. Με βλέπει η Ελεονώρα, μια νοσοκόμα και προσπαθεί να με βγάλει έξω απο το δωμάτιο. Εγώ όμως δεν κουνιέμαι απο την θέση μου ακόμη και αν βάζει τα δυνατά της για να φύγω. Δεν την ακούω καν. Έχω το βλέμμα μου  προσηλωμένο πάνω στο ξαπλωμένο σώμα της μέλλουσας γυναίκας μου.

-Την χάνουμε.

Εκείνη την στιγμή λυγίζω. Η Ελεονώρα με καθησυχάζει ακόμη και αν ξέρει πως δεν της δίνω καμία σημασία. Βλέπω έναν Διονύση να μπαίνει μέσα. Με σηκώνει και με κρατάει εφόσον δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου. Προσπαθούν να κάνουν την καρδιά της Αλίκης να ξανά λειτουργήσει. Σε παρακαλώ να είσαι δυνατή.

Με βοήθησε να κάτσω στις καρέκλες που βρίσκονταν απέξω. Μου φέρνει νερό όμως δεν θέλω. Βλέπω την Χριστίνα να κάθεται στο πάτωμα και δυο ανθρώπους να τρέχουν στην μεριά μας. Οι γονείς της. Περιμέναμε όλοι μαζί. Περιμέναμε ώρες όμως δεν έβγαινε κανένας. Νιώθω δυο χέρια να με τυλίγουν. Ο Διονύσης. Με τράβηξε και με πήρε αγκαλιά. Την χρειαζόμουν αυτήν την αγκαλιά. Έστω και για δευτερόλεπτα ηρέμησα. Γιατί αργούν τόσο πολύ;

Ο Χρονος Σταματησε Where stories live. Discover now