Συγγνώμες

128 14 0
                                    

Εισπνοή, εκπνοή. Θα τα καταφέρεις. Θα πας να καθίσεις ξανά στο κυλικείο, μαζί με όλα τα παιδιά σαν να μην συμβαίνει τίποτα και αν δεις τον Αχιλλέα θα του ζητήσεις συγγνώμη....ή θα τον αποφεύγεις όπως έπρεπε να κάνεις εξαρχής. Ακούγεται τρελό χωρίς καν να το έχω κάνει.
Μπαίνω στο προαύλιο και βλέπω μπροστά μου την Φοίβη και την Δανάη. Με πλησιάζουν σχεδόν τρέχοντας.
-Πως είσαι; Με ρωτάει η Φοίβη με την έγνοια χαραγμένη στο πρόσωπο της.
Κάνω μία ανέμελη κίνηση με το χέρι μου.
-Όλα καλά. Απλώς μέθυσα λιγάκι, λέω προσπαθώντας να τις ηρεμήσω.
Χαμογελάνε αμήχανα.
-Ευτυχώς. Ο Άρης κόντεψε να τα χάσει, συνεχίζει η Δανάη.
Κατανεύω. Το τι συνέβη στο δασάκι δεν πρέπει να μαθευτεί.
Κατευθύνονται προς το κυλικείο και όταν παρατηρούν πως τις ακολουθώ γουρλώνουν τα μάτια.
-Είπα να αλλάξω περιβάλλον, λέω.
-Τέλεια, αποκρίνεται η Φοίβη και μπαίνουμε μέσα.
Εισπράττω μερικά περίεργα βλέμματα, μα χωρίς να δώσω σημασία κάθομαστε σε ένα τραπέζι.

Μετά από 1 ώρα...
Κατευθύνομαι προς τη βιβλιοθήκη σχεδόν τρέμοντας. Η υπεύθυνη μου έχει αναθέσει τη τοποθέτηση των νέων τίτλων, οπότε δεν μπορώ να το αποφύγω. Παίρνω μία βαθιά ανάσα και ανοίγω τη πόρτα. Αν και αυτή η ησυχία πάντα μου άρεσε και με έκανε να χαλαρώνω, τώρα είναι τελείως εκνευριστική. Προσπερνάω τραπέζια με μαθητές που διαβάζουν και πάω κατευθείαν στο γραφείο της υπεύθυνης. Στη θέση της βλέπω έναν άλλο.
-Ήρθα για την τοποθέτηση, λέω αμήχανα.
-Είσαι η Μελίσα; Μου είπαν να σου πω πως σε δύο λεπτά θα έρθει η υπεύθυνη. Μπορείς να αφήσεις εκεί τη τσάντα σου, μου λέει και μου δείχνει ένα τραπέζι πιο εκεί.
Κατανεύω και περπατάω νευρικά. Αε μην είναι εδώ, ας μην είναι εδώ, παρακαλάω από μέσα μου αφήνοντας τη τσάντα σε μία καρέκλα. Και νατος. Κάθεται ακριβώς στο απέναντι τραπέζι, παρατώντας ό,τι κάνει και καρφώνοντας το βλέμμα του σε εμένα. Δεν δείχνει τίποτα άλλο παρά σκοτάδι, απάθεια και έναν κρυφό θυμό που ίσως μόνο εγώ βλέπω. Τα κορακίσια μαλλιά του είναι ακόμα πιο ξυρισμένα στα πλαϊνά και φοράει μαύρα όπως πάντα. Γυρίζω τρέμοντας αλλού το βλέμμα μου. Πάω να γυρίσω όταν πέφτω πάνω στην υπεύθυνη.
-Α εδώ είσαι, χρυσή μου, αναφωνεί, μπορείς να πας στο τρίτο διάδρομο. Σε περιμένει αρκετή δουλειά γι' αυτό πάρε μαζί σου και τον Αχιλλέα.
Ο Αχιλλέας συνεχίζει να μας κοιτάει.
Ένας κόμπος στέκεται στο λαιμό μου.
-Δεν χρειάζεται, ψιθυρίζω αλλά μάταιος κόπος.
-Σήκω, Αχιλλέα. Κάνε κάτι χρήσιμο, τον επιπλήττει η υπεύθυνη και ο Αχιλλέας το κάνει απρόθυμα.
Κατευθύνομαι στον τρίτο διάδρομο χωρίς να κοιτάξω πίσω. Τον νιώθω να με ακολουθεί με τα χέρια στις τσέπες και να με καρφώνει με το βλέμμα του.
Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Δεν έπρεπε να το κάνω. Προκαλώ ανόητα τη τύχη μου τη στιγμή που δεν πρέπει. Μου είπαν να μείνω μακριά του και εγώ τον έφερα μόνη τόσο κοντά που κάνεις δεν θα το πίστευε. Πιάνω μερικά βιβλία με τον κατάλογο δίπλα και αρχίζω να τα τοποθετώ στο ράφι που πρέπει. Το κάνω γρήγορα και κοφτά. Αρπάζω στοίβες και τοποθετώ χωρίς να κοιτάω γύρω μου. Μέχρι που κάποια στιγμή ακούω δύο στοίβες από τριάντα βιβλία η καθεμιά να σωριάζεται κάτω. Γουρλώνω τα μάτια μου από τον κρότο. Σκύβω ταυτόχρονα με τον Αχιλλέα με αποτέλεσμα να γλίστρησω και να τον πάρω κάτω μαζί μου.
-Συ...συγγνώμη. Εγώ...εγώ-
-Κόφτο. Μια στοίβα βρομοβιβλιά είναι, με διακόπτει με βαριά φωνή.
Με κοιτάει για μία στιγμή στα μάτια και ξέρω πως δεν αναφέρεται σε αυτά. Αυτή τη φορά, όμως δεν χρειάζεται να κάνω πείσματα. Εγώ φταίω για όλα.
-Δεν έπρεπε να το κάνω αυτό. Ήμουν μεθυσμένη και...δεν ξέρω τι σκεφτόμουν.
Βάζει τη πλάτη του στα ράφια και κοιτάει απέναντι.
-Αυτό πέρασε.
Κουνάω το κεφάλι μου.
-Δεν έχει σημασία. Φέρθηκα ηλίθια και ζήτησα από κάποιον που έπρεπε να αποφεύγω να με φιλήσει, λέω γρήγορα και αμέσως κλείνω το στόμα μου με αυτό που είπα. Τι έκανα πάλι;
Με καρφώνει σμίγοντας τα φρύδια.
-Δεν είσαι η πρώτη. Έπρεπε να το περιμένω. Όντως ήταν λάθος σου, λέει.
Σηκώνεται και πάει να φύγει. Δεν ξέρω τι κάνω, αλλά συνειδητοποιώ πως υπάρχει κάτι σε αυτόν που με κάνει να νιώθω πως ίσως να με καταλαβαίνουν. Απομακρύνθηκα από όλους όπως αυτός είναι μοναχικός. Πονάω όπως ο δικός του άγνωστος πόνος. Τρέχω από πίσω του και απεγνωσμένη, τον τραβάω από το χέρι. Το κοιτάει έκπληκτος και το τραβάω απότομα.
-Συγγνώμη. Δεν το εννοούσα, σε παρακαλώ. Απλά...απλά όλοι μου λένε να μένω μακριά σου δίχως λόγο...αλλά δεν..., η φωνή μου σβήνει. Δεν μπορώ να του πω ότι δεν θέλω να το απομακρύνω γιατί ούτε εγώ δεν ξέρω τον λόγο.
Με κοιτάει έντονα για μία ατέλειωτη στιγμή.
-Τι θέλεις;
Αιφνιδιαζομαι από την ερώτηση.
-Τίποτα. Μάλλον...παρέα, απαντώ.
Αναστενάζει και περνάει το κοκαλιάρικο χέρι του πάνω από το πρόσωπο του και ύστερα φεύγει.
Κάτι μου λέει πως ξέρω που θα τον βρω το απόγευμα. Μα ένα συναίσθημα με τρώει από μέσα μου. Προδιδείς τον Φίλιππο...

Shy girl don't care 2Where stories live. Discover now