Μες τη τρύπα

108 14 0
                                    

Ξυπνάω δύσκολα. Τώρα τελευταία έτσι είναι. Ίσως φταίει η ψυχολογία μου μετά από όλα αυτά που έγιναν. Νομίζω πως κατρακυλάω ξανά αλλά δεν με νοιάζει. Καμία φορά πρέπει να βουτήξεις στο σκοτάδι σου για το εξαφανίσεις.
Κάνω ένα μπάνιο και φοράω μαύροι, τζιν, αμανικη μπλούζα και μαύρο δερμάτινο. Ούτε καν ήξερα πως είχα μαύρα ρούχα. Πηγαίνω αργοπορημένη στη κουζίνα και όλοι έχουν φύγει. Δίχως όρεξη για πρωινό φεύγω για το σχολείο. Περπατάω στους δρόμους και το μόνο που θέλω είναι να χωθώ κάπου και να μην βγω ξανά. Ο Φίλιππος δεν πρόκειται να επιστρέψει και ο Αχιλλέας με θεωρεί εγωίστρια και διπρόσωπη. Ποια μεθυσμένη και γεμάτη δάκρια θα φιλούσε έναν μοναχικό και τελείως τρομακτικό τύπο. Ναι, μάλλον μόνο εγώ.
Φτάνοντας στη πόρτα του σχολείου κοντοστέκομαι. Δεν είμαι υποχρεωμένη να μπω μέσα. Μόνο για μία φορά θα το κάνω. Δεν έχω κάνει ποτέ κοπάνα μα ποιος θα το παρατηρήσει; Δεν θα μπορούσα να αντικρίσω κανέναν, άλλωστε, μετά από αυτά που έχουν γίνει και δεν τους έχω πει τιποτα. Το κουδούνι χτυπάει και βηματίζω προς τα πίσω ενώ μπαίνουν μέσα οι τελευταίοι μαθητές. Το βλέμμα μου συναντιέται με αυτό του Αχιλλέα. Σμίγει τα φρύδια και το στόμα του είναι μια γραμμή. Δίχως δεύτερη σκέψη αρχίζω να τρέχω μακριά. Περνάω στενάκια, σπίτια, την πλατεία και φτάνω στη λίμνη αρκετά μακριά από το σπίτι μου, που ενώνεται με το δασάκι. Το νερό είναι γαλήνιο και κάθομαι κάτω από μία συστάδα πλατανιών. Πετάω την τσάντα και τα παπούτσια μου και βυθίζω τα δάχτυλα μου στο υγρό χόρτο. Αφήνω τον εαυτό μου να βυθιστεί στις σκέψεις του. Στη ζεστασιά του κορμιου του Φίλιππου, στα φιλιά του, στα ψέμματα που λέω στον αδερφό και τις φίλες μου, ο Αχιλλέας. Με την άκρη του ματιού μου πιάνω κίνηση αλλά δεν γυρίζω. Κάποιος κάθεται δύο μέτρα μακριά μου.
-Τι κάνεις εδώ, μικρή; Ακούω μία βαθιά φωνή και πετάγομαι.
Τα πόδια μου βουλιάζουν στη λάσπη και βρίζω.
Σκάει ένα χαμόγελο.
-Τι στο καλό κάνεις εδώ;! Αναφωνώ.
Ανάβει ξανά τσιγάρο και με πλησιάζει. Ανααηκώνει τους ώμους και με παρατηρεί από την κορυφή ως τα νύχια.
-Από πότε φοράς μαύρα;
Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος μου.
-Από πότε μου μιλάς; Να σου θυμίσω ότι με αποκάλεσε εγωίστρια;
-Το είπα; Μάλλον το ξέχασα, αποκρίνεται κοιτώντας τη λίμνη.
Σηκώνεται όρθιος.
-Έλα πάμε, μου λέει.
Ανασηκώνω τα φρύδια μου.
-Δεν πάω πουθενά μαζί σου. Και πως στο καλό το ξεχνάς αυτό;
-Έκανες κοπάνα οπότε φρόντισε τουλάχιστον να την αξιοποιήσεις σωστά, μου λέει ανέκφραστος.
Τον κοιτάω έντονα. Με περιμένει χαλαρός, δίχως την ένταση και τη νευρικότητα αυτών που έγιναν μεταξύ μας, κάτι που με εκνευρίζει και με εντυπωσιάζει ταυτόχρονα.
-Γιατί να έρθω μαζί σου; Προφανώς δεν με συμπαθείς.
Ξεφυσάει και στριφογυρίζει τα μάτια του αγανακτισμένος.
-Ποιος σου τα λέει όλα αυτά; Θα έρθεις λοιπόν;
Επικρατεί ησυχία. Ακούω την ανάσα μου και παρατηρώ ξανά αυτόν. Με κάνει να νιώθω περίεργα. Αλλά ωραία περίεργα. Σαν...σαν να είχα κρυμμένες επιθυμίες όλον αυτό τον καιρό. Ίσως να μην εννοούσε αυτά που μου είπε χθες. Ίσως έτσι να είναι ο χαρακτήρας και στην τελική δεν με αποκάλεσε άμεσα εγωίστρια και διαπροσώπη.
Βάζω τα παπούτσια μου και παίρνω την τσάντα στον ώμο. Περπατάμε δίπλα δίπλα χωρίς να μιλάμε, μέχρι που φτάνουμε σε μία περιοχή όπου γίνονται έργα. Έχει παντού εργαλεία, γερανούς και τεράστιες τρύπες.
-Γιατί ήρθαμε εδώ;
-Επειδή είναι ωραία, απαντάει.
Βάζω το βάρος μου από το ένα πόδι στο άλλο ενώ αυτός κάθεται στο έδαφος χωρίς να νοιάζεται που το μαύρο του τζιν γέμισε χώμα.
-Τι βρίσκεις ωραίο σε αυτό; Είναι εργαλεία και χώμα.
Ανάβει τσιγάρο. Πόσο καπνίζει επιτέλους;
-Υποθέτω το κενό που υπάρχει.

Αργά το απόγευμα....
Έχει αρχίσει να νυχτώνει. Δεν με πειράζει που θα τα ακούσω από τον Άρη και τους γονείς μου. Για πρώτη φορά νιώθω ελεύθερη να κάνω ότι θέλω. Καθόμαστε με τον Αχιλλέα πολύ ώρα σε αυτόν τον χώρο και έχει αρχίσει να μου αρέσει. Δεν μιλάμε σχεδόν καθόλου αλλά και αυτό είναι καθησυχαστικό.
Κάποια στιγμή σηκωνόμαστε να φύγουμε. Αρπάζω την τσάντα μου αλλά μόλις γυρίζω ο Αχιλλέας έχει ήδη προχωρήσει αρκετά.
-Περίμενε! Φωνάζω και τρέχω πίσω του.
Είναι σκοτεινά και δεν βλεπω καλά μπροστά μου. Ξαφνικα μόλις τον έχω φτάσει νιώθω να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου και τραβάω μαζί μου και τον Αχιλλέα. Ουρλιάζω πριν πέσουμε σε μία τεράστια τρύπα με ύψος τουλαχιστον 10 μέτρα.
Βουτάω στη σκόνη. Η τσάντα μου πέφτει μακριά και νιώθω το κορμί να έχει διαλυθεί. Σκόνη έχει γεμίσει τα μαλλιά μου και μέσα από τα ρούχα μου. Βήχω δυνατά και δεν βλέπω.
-Αχιλλέα; Φωνάζω βραχνά.
Δεν ακούγεται κάτι. Ξανά φωνάζω τρομαγμένη. Θα πεθάνω σε μία τρύπα!
Προσπαθώ να σηκωθώ και βάζω τα κλάματα από τον πόνο στο χέρι μου. Σίγουρα το έχω σπάσει.
-Αχιλλέα, που είσαι;
-Μελίσα! Εδώ είμαι. Μα στο Καλό έκανες πάλι! Όλη την.., η φωνή του σβήνει καθώς με αντικρίζει τα χάλια μου.
-Πρέπει να το έχω σπάσει, κλαψουρίζω.
Έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Πιάνει το χέρι προσεκτικά και εξετάσει το άσχημο γύρισμα του και μία τεράστια μελάνια να απλώνεται στο μπράτσο μου.
-Ηρέμησε. Δεν μπορούσε να βγούμε αλλά θα μας βρουν, με καθησυχάζει.
Βγάζει το κινητό του και ανοίγει την οθόνη.
-Σκατά! Δεν έχει σήμα, βλαστημάει.
Η καρδιά μου βροντοχτύπαει στο στήθος μου. Δεν μπορώ να μείνω εδώ όλη τη νύχτα. Και τότε...
-Πρέπει να περιμένουμε ως το πρωί, λέει ο Αχιλλέας και έρχεται πιο κοντά μου βάζοντας το χέρι μου προσεκτικά στο σώμα μου.

Shy girl don't care 2Where stories live. Discover now