Αλλαγή της ιστορίας 2

67 8 1
                                    

Στο ορφανοτροφειο, οι συνθήκες δεν ήταν οι καλύτερες. Συνήθως τα παιδιά που παρέμεναν, παρουσίαζαν προβλήματα συμπεριφοράς και προσαρμογής, οπότε και είτε γυρνούσαν ξανά εκεί είτε δεν έφευγαν ποτέ. Ο Φίλιππος, ο Αχιλλέας και η Αρτέμης, όμως, είχαν δώσει υπόσχεση πως ποτέ δεν θα χωριστούν ακόμα και αν ο ένας υιοθετήθει και οι άλλοι όχι. Δεν θα χώρισαν ποτέ και ο Φίλιππος τους είχε πείσει να ορκιστουν με το αίμα τους. Ήταν μόλις δώδεκα, μα ποιος τους απέτρεψε από το να το κάνουν; Οι υπεύθυνες ήταν ιδιαίτερα αυστηρές, αλλά δεν μπορούσαν να τους καταλάβουν, όταν έβγαιναν από την κουζίνα, από την τρύπα για τα σκουπίδια, κατευθείαν έξω από το ορφανοτροφειο. Πήγαιναν βόλτα στο πάρκο, έπαιρναν κρυφά χοτ ντογκ από τον Κρις, έναν παλιό υπάλληλο στης καφετερειας του πάρκου και σκαρφαλωναν στα δέντρα. Το μόνο θέμα ήταν, όταν στο πάρκο ερχόταν μια παρέα 18αριδων αγοριών και τους πείραζαν άσχημα.
Ο Αχιλλέας πάντα μπορούσε να τους υπέρασπιστει καλύτερα και όταν δεν μπορούσε τους έβρισκε καλές κρυψώνες. "Δεν θα απλώσεις χέρι στα αδέρφια μου" έλεγε στον Χρήστο αυτόν που φαινοταν ότι κινούσε τα νήματα.
-Ίσως πρέπει να τους πεθάνουμε στο ξύλο, είπε η Αρτέμης μια μέρα με μάτια που γυαλίζουν.
Ο Φίλιππος κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
-Συνελθε Αρτέμης, είναι μεγαλύτεροι.
Από τους τρεις αυτός που ήταν έξυπνος ήταν ο Αχιλλέας, η Αρτέμης ήταν γεμάτη τσαμπουκά και ο Φίλιππος ο λογικός και ίσως φοβιτσιαρης της υπόθεσης.
Όμως, μια μέρα ξαφνικά ο Αχιλλέας άρχισε να κάνει παρέα  με αυτούς τους 18αριδες. Από μια απλή πρόσκληση για κάτι ξεκίνησαν να πηγαίνουν μαζι στα μπαράκια που σύχναζε η παρέα και ο Φίλιππος, με την Αρτέμης να καταλήγουν να τον περιμένουν για να πάνε στο ορφανοτροφειο.
-Ίσως θα έπρεπε να βάλεις και εμας μέσα στη παρέα. Δεν γίνεται να σε περιμένουμε εδώ μόνοι μας. Είμαστε αδέρφια, Αχιλλέα, του έλεγε ο Φίλιππος.
-Δώσε μου λίγο χρόνο και στο υπόσχομαι θα πείσω τα παιδιά ότι και εσείς είστε το ίδιο κουλ με εμένα, απαντούσε ο Αχιλλέας.
Ωστόσο, αυτό ποτέ δεν έγινε. Ο Αχιλλέας μέρα με τη μέρα αλλάζει το στυλ του, τα μαλλιά του. Φορούσε σκισμένα τζιν, αμανικες μαύρες μπλούζες και έκοβε υπερβολικά κοντά τα μαλλιά του. Ο Φίλιππος με την Αρτέμης κάποιες φορές δεν έρχονταν μαζί του έξω ή προτιμούσαν να κάνουν άλλα πράγματα.
Μία μέρα, καθώς τον περίμεναν να γυρίσει, εμφανίστηκε με το πρώτο του τατουάζ, έναν σκορπιό στα πλευρά.
-Τι στο διάβολο είναι αυτό; Του φωνάζει ο Φίλιππος.
-Είναι τέλειο, δεν είναι; Πήγαμε να το κάνουμε με τα παιδιά.
Ο Φίλιππος κουνάει γεμάτος θυμό, το κεφάλι του.
-Αρκετά! Εχουμε παγώσει από το κρύο να σε περιμένουμε κάθε μέρα εδώ για να βγαίνεις εσύ με τα φιλαράκια σου. Είμαστε αδέρφια σου, μα δεν είμαστε "αρκετά κουλ" για να μπούμε σε αυτήν την ψευτοπαρεα.
Ο Φίλιππος είναι εξαγριωμενος και φωνάζει σε όλο το πάρκο.
-Κανε ησυχία. Θα μας ακούσουν και θα έχω μπλεξίματα, τον προειδοποιει ο Αχιλλέας.
-Δεν με ενδιαφέρει τι μπλεξίματα θα έχεις. Εμείς εδώ τελειώσαμε. Πάμε Αρτέμης. Μεινε με ένα μάτσο ψωνισμενους πιθήκους.
Και πριν γυρίσουν να φύγουν εμφανίζεται η παρέα.
-Τι στο διάολο είπες μόλις τώρα, νιανιαρο; Ο Χρήστος τους πλησιάζει με σφιγμενες γροθιές.
Ο Αχιλλέας προσπαθεί να μπει μπροστά, αλλά μάταια.
-Θέλεις να ανήκεις στην παρέα; Τον ρωτάει ο Χρήστος.
Ο Αχιλλέας στέκεται σκεπτικός. Κοιτάει μια την Αρτέμης και τον Φίλιππο και μια την παρέα. Και σκυβοντας το κεφάλι, γυρίζει προς το Χρήστο και το κουνάει θετικά. Αστραπιαία, ο Χρήστος ορμάει στον Φίλιππο και τον χτυπάει αλύπητα. Η Αρτέμης ούρλιαζει στον Αχιλλέα να κάνει κάτι.
-Συνελθε, δεν θα αντέξει! Φωνάζει, κλαίγοντας.
Ο Αχιλλέας τους κοιτάει με ανοιχτό το στόμα και ύστερα αρχίζει να τρέχει μακριά.

Μετά από πολύ ώρα, γυρίζει στο ορφανοτροφειο. Όλα είναι ήσυχα. Πηγαίνει στο δωμάτιο του και βλέπει ένα τσούρμο παιδιά μαζεμένα πάνω από το διπλανό από το κρεβάτι του. Όλοι γυρίζουν και τον κοιτάνε και στο κρεβάτι είναι ξαπλωμένος ο Φίλιππος γεμάτος μελανιές, τεράστιες γρατσουνιές και ένα σπασμένο πόδι. Η Αρτέμης τρέχει προς το μέρος του. Έχει και αυτή το μάτι της μαυρισμένο.
-Δεν θέλει να σε βλέπει μπροστά του αυτή τη στιγμή, του λέει με συριστικη φωνή. Ούτε εγώ θέλω.
Ο Αχιλλέας τους κοιτάει λίγο και ύστερα αποχωρεί.
Από εκεί και πέρα, θα μένει μόνος του. Ο Φίλιππος δεν του ξανάμιλησε ποτέ. Η Αρτέμης τον κοιτούσε που και που αλλά ποτέ δεν τον πλησίασε. Ώσπου μια μέρα, ο Αχιλλέας υιοθετήθηκε και πάρα τις επίμονες προσπάθειες του δεν μπόρεσε να κάτσει με τα αδέρφια του, ούτε και αυτά δέχτηκαν να τον απόχαιρετήσουν. Το μονο πράγμα που άκουσε από τον Φίλιππο ήταν:
-Επιτέλους.

Shy girl don't care 2Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon