Εγωισμοί

123 16 0
                                    

Ήταν αργά το βράδυ. Δεν μπορούσα να βγω το απόγευμα. Όλοι ήταν σπίτι και θα τους φαινόταν πολύ παράξενο. Ειδικά αν ο Άρης μάθαινε από τη Φοίβη ότι δεν πήγα να συναντήσω αυτές. Βγαίνω προσεκτικά από το παράθυρο. Πατάω στο περβάζι και ύστερα στο σωλήνα από κάτω. Με ένα μικρό άλμα βρίσκομαι στο έδαφος. Η νύχτα είναι ζεστή, ανοιξιάτικη. Ισιώνω τα μαλλιά μου και αρχίζω να τρέχω προς το δασάκι.

Δεν είναι πολύ μακριά, μα μέχρι να φτάσω από έξω έχω κουραστεί. Δεν ξέρω γιατί είμαι τόσο βέβαιη ότι θα τον βρω εδώ. Το βλέμμα του στη βιβλιοθήκη μου έδειξε πως με είχε συγχωρέσει για ό,τι είπα και έκανα. Άλλωστε δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Έκλεινα τα μάτια και έβλεπα τον Φίλιππο να με φιλάει παθιασμένα και ύστερα να φεύγει γελώντας, λέγοντας "Σε εγκατέλειψα για πάντα". Δεν το άντεχα.
Μπαίνω στο δασάκι. Η θερμοκρασία πέφτει απότομα και τυλίγω τα χέρια μου γύρω από τους ώμους μου και κατευθύνομαι προς το μέρος όπου ήμασταν στα γενέθλια μου. Τα δέντρα απλώνονται γύρω μου τρομακτικά και για μία στιγμή, ανατριχιάζω. Δεν είναι εδώ. Το δέντρο είναι άδειο και απλώνει τις ρίζες του εκεί που καθόμασταν. Ακουμπάω στο κορμό του και αναστενάζω.
-Σιχαίνομαι τα μυρμήγκια, ακούω μία φωνή από πάνω μου και στρέψω το κεφάλι μου για να δω το Αχιλλέα να κάθεται πάνω σε ένα κλαδί και να καπνίζει. Δεν με κοιτάει, μα ένα χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο μου. Πιάνομαι από τον κορμό και αρχίζω να σκαρφαλώνω με δυσκολία. Πάω να πέσω αλλά απλώνει το χέρια του και με πιάνει γερά από τη μέση. Κοιταζόμαστε για λίγο και ύστερα με φέρνει δίπλα του στον κλαδί.
Φυσάει το καπνό από το τσιγάρο και απλώς κάθεται. Μια γνώριμη ζεστασιά μένει αναλλοίωτη στα πλευρά μου. Ξεχνά τον Φίλιππο, μαλώνω τον εαυτό μου.
Τρέμω από το κρύο.
-Γιατί έρχεσαι εδώ; Το μέρος είναι παγωμένο και τρομακτικό, λέω.
-Αυτό το λέει το κορίτσι που με αποκαλεί πανκ σκουλήκι.
Κοκκινίζω.
-Θα το συνηθίσεις. Το κρύο σε κάνει να ξεχνάς. Να μην σκέφτεσαι για λίγο, συνεχίζει με περίεργο τόνο.
Κοιτάω γύρω μου και καταλήγω ξανά σε αυτόν. Δεν νιώθω να κρυώνω πια. Μια ζεστασιά με πλημμυρίζει μπερδεμένη με τη μυρωδιά πεύκου και καπνού.
-Πάντα φοβόμουν να έρθω, εδώ, λέω. Ο Άρης έλεγε πως είναι απλώς ένα δάσος, όμως εγώ το έβλεπα σαν κάτι τρομακτικό. Πίστευα πως έκρυβε...πράγματα.
-Τώρα φοβάσαι; Με ρωτάει κάνοντας κυκλάκια με τον καπνό.
Στρέφει το βλέμμα του σε εμένα. Ανασηκώνω τους ώμους.
-Τώρα πια, όχι.
Σιγή. Τώρα πια θα έλεγα πως αυτή η περίεργη ησυχία που δείχνει εκφράζει την επιδοκιμασία του προς εμένα. Μου αρέσει αυτό.
Πετάει το τσιγάρο και πάει να κατέβει.
-Έλα μαζί μου, λέει και αφού πηδάει κάτω απλώνει τα χέρια του και πέφτω στην αγκαλιά του.
Ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο. Οι ανάσες μας συγχρονίζονται και έκπληκτη διαπιστώνω πως η καρδιά του χτυπάει το ίδιο ξέφρενα με τη δική μου. Ύστερα με αφήνει κάτω και αρχίζει να περπατάει προς το βάθος. Τον ακολουθώ περνώντας πάνω από σπασμένα κλαδιά και ψηλά αγριόχορτα μέχρι που σταματάει μπροστά από ένα δέντρο. Ανεβαίνει επιδέξια τα κλαδιά, χωρίς να μου πει να τον έρθω από πίσω του. Απλώς το κάνω. Κάποια στιγμή δεν τον βλέπω παρά μόνο όταν απλώνει ξανά το χέρι του και με τραβάει. Βρίσκομαι σε μία κουφάλα του δέντρου πολύ ψηλά όμως. Μπροστά μας είναι ένα χοντρό κλαδί και πιο εκεί...φαίνεται ολόκληρη η πόλη! Κοιτάω έκπληκτη και με δέος. Ο Αχιλλέας έχει ένα ανεξιχνίαστο ύφος.
-Είναι το πιο ψηλό δέντρο εδώ μα κάνεις δεν το διακρίνει από κάτω. Ερχόμουν... έρχομαι συχνά εδώ, μου λέει.
-Είναι υπέροχο, αναφωνώ και τελευταία στιγμή διαπιστώνω πως είμαστε σε μία υπερβολικα μικρή κουφάλα με τα πόδια μας μπλεγμένα και τα πλευρά μας να αγγίζονται. Δεν μπορώ να απομακρύνθω. Είναι πολύ στενά και ίσως...δεν θέλω. Για κάποιο λόγο νιώθω τόσο όμορφα όταν βρίσκομαι μαζί του. Σαν σιωπηλή συμπαράσταση μετά από όλα αυτά που πέρασα. Θέλω να μάθω περισσότερα γι' αυτόν.
-Γιατί...γιατί δεν έχεις φίλους; Ρωτάω.
Το πρόσωπο του σκοτεινιάζει και ανάβει ξανά τσιγάρο.
-Εγώ δεν σου έκανα καμία προσωπική ερώτηση, απαντά παγερά.
Δεν πτοούμαι.
-Ήδη ξέρεις τα βασικά. Δεν χρειάζεται να μου κάνεις.
-Δεν ξέρω τίποτα, συνεχίζει φυσώντας βίαια τον καπνό.
-Ξέρεις ότι είμαι μικρότερη σου, ότι ο αδερφός μου είναι ο Άρης, ότι έχω δύο καλές φίλες και πως...ήμουν με τον Φίλιππο.
Το τελευταίο σχεδόν το ψιθυρίζω. Ακόμα πονάω να το λέω φωναχτά.
Δεν αντιδρά. Απλώς συνεχίζει να καπνίζει κοιτώντας τα φώτα της πόλης. Τα μάτια του αντανακλούν όλες τις αποχρώσεις του γαλάζιου.
-Πάμε να φύγουμε.
-Δεν φεύγω, αποκρίνομαι με πείσμα.
Θέλω να μάθω. Ειναι το ίδιο πεισματάρης με εμένα, αλλά δεν με νοιάζει. Δεν γίνεται να με φέρνει σε ένα μέρος που θεωρεί δικό του και να κλείνεται συνεχώς στο καβούκι του.
Με αγριοκοιτάζει μα κάθεται.
-Δεν ξέρω τι σου συνέβη μα δεν σκοπεύω να σε πληγώσω ή να πρόδωσω την εμπιστοσύνη σου.
Πετάει με δύναμη το τσιγάρο κάτω.
-Όλοι έτσι λένε μέχρι να το κάνουν. Γιατί μου ζήτησες να σε φιλήσω; Ένιωθες το κενό μέσα σου και ήθελες κάποιος να το καλύψει. Είναι εγωιστικό. Όπως και η εμπιστοσύνη. Το μυστικό που σου είπε κάποιος νομίζεις ότι είναι δικό σου και έχεις το δικαίωμα να το πεις παντού. Ο καθένα είναι εγωιστής και διπρόσωπος.
Τον κοιτάω πληγωμένη. Προσβεβλημένη. Με αποκάλεσε εγωίστρια και διπρόσωπη. Ίσως δεν έχει άδικο αλλά δεν έχει και το δικαίωμα να το πει.
-Είσαι αναίσθητος! Κρίνεις τους πάντες ενώ εσύ ο ίδιος κάθεσαι μόνος και τελείως απόμακρος. Εσύ είσαι ο εγωιστής, του φωνάζω.
Πάλι δεν αντιδρά. Απλώς στέκεται κοιτώντας το άπειρο.
-Σου μιλάω εδώ και ώρα και ούτε με έχεις κοιτάξει, συνεχίζω και δίχως άλλη κουβέντα κατεβαίνω από δέντρο και τρέχω έξω από το δασάκι.
Ίσως ήταν λάθος που νόμιζα πως βρήκα κάποιον που με καταλαβαίνει. Ίσως ήταν επειδή είμαι τόσο απελπισμένη. Ή...εγωίστρια.

Shy girl don't care 2Where stories live. Discover now