Είσαι ότι πιο όμορφο

108 16 0
                                    

-Τι στο καλό; Αφεντικό έλα να δεις, ακούω πνιχτές φωνές από πάνω.
Ανοίγω τα μάτια μου και κοιτάω γύρω. Κοιμήθηκα πάνω στο σώμα του Αχιλλέα και αυτός έχει το χέρι του στη κοιλιά μου. Νιώθω σαν το χθεσινό να ήταν ένα όνειρο.
-Είστε καλά; Ακούγεται μία φωνή και κοιτάω πάνω.
Πετάγομαι όρθια βογκώντας από τον πόνο του χεριού μου.
-Σχεδόν. Πέσαμε κατά λάθος μπορείτε να μας βγάλετε; Φωνάζω.
Ο Αχιλλέας σηκώνεται δίπλα μου.
Ξαφνικά πέφτει μία σκάλα αριστερά μας. Τρέχουμε προς εκεί και αρχίζουμε να ανεβαίνουμε προσεκτικά.
Ο χώρος έχει γεμίσει εργάτες και μόλις μας αντικρίζουν συνοφριώνονται από ανησυχία και έκπληξη. Καταλαβαίνω πως έχουμε κυριολεκτικά τα χάλια μας και ειδικά εγώ με το σακατεμένο χέρι.
-Πρέπει να σε πάμε στο νοσοκομείο, λέει ένας κύριος, πιθανότατα ο υπεύθυνος.
-Ευχαριστώ θα πάμε οι δύο μας, απαντάει.
-Πως βρεθήκατε εδώ; Θα μπορούσατε να πάθαιτε και χειρότερα. Σίγουρα να μην σε συνόδευσω; Να καλέσω κάποιον δικό σας; Μας βομβαρδίζει με ερωτήσεις.
Κουνάω αρνητικά το κεφάλι και βλέπω τον Αχιλλέα να στέκεται απόμακρος πίσω μου. Νιώθει άβολα με τόσο κόσμο.
-Είμαστε εντάξει. Ευχαριστούμε και συγγνώμη για την αναστάτωση, αποκρίνομαι.
Αυτός κουνάει καταφατικά το κεφαλι αφήνοντας μας να φύγουμε μα ακόμα το πρόσωπο του Είναι τσιτωμένο.
Παίρνω τον Αχιλλέα από το χέρι και απομακρυνόμαστε. Μόλις όμως βγαίνουμε σχεδόν στο δρόμο όλο γυρίζουν μπροστά μου και ύστερα σκοτάδι.

Ξυπνάω από τον ήχο ενός ρυθμικού μπιπ. Τα βλέφαρα μου είναι βαριά και μυρίζω αντισηπτικό και ένα ελαφρύ άρωμα τριαντάφυλλου. Το αριστερό χέρι μου δεν κουνιέται και συνειδητοποιώ πως το έχουν βάλει σε γύψο. Το άλλο έχει όρο. Και ναι, βρίσκομαι στο νοσοκομείο.
Βλέπω δεξιά μου τον Άρη να κοιμάται σε μία καρέκλα και την μαμά με τον μπαμπά σε ένα καναπέ. Αμέσως η καρδιά μου αρχίζει να σφυροκοπάει στο στήθος μου. Που είναι ο Αχιλλέας;
-Μελίσα! Πως νιώθεις; Ο Άρης ξυπνάει και πετάγεται δίπλα μου.
-Που είναι ο Αχιλλέας;
Το πρόσωπο του σκοτεινιάζει.
-Τι σε νοιάζει;
-Σε ρώτησα που είναι, επιμένω και νιώθω τον λαιμό μου στεγνό.
-Μας πήραν τηλέφωνο από το νοσοκομείο για να μας πουν ότι είσαι εδώ και βρήκαμε και αυτόν μαζί σου. Μας εξήγησε τι έγινε και τον έδιωξα. Τι δουλειά είχες μαζί του; Σου είπα να μείνεις μακριά του. Τι στο καλό έπαθες;
Τον έδιωξε. Μένω σε αυτή τη πρόταση και ξεχνώ τις υπόλοιπες. Ναι, είναι ανάγκη να εξηγήσω σε όλους τι έγινε άλλα όχι τώρα. Όχι, δεν πρέπει να φύγει. Φιληθήκαμε και με πρόσεχε και...τον θέλω δίπλα μου.
-Γιατί το έκανες αυτό; Με βοήθησε. Δεν είναι αυτό που νομίζετε. Η φωνή μου βγαίνει τσιριχτή. Το χέρι μου με καίει.
Η μαμά και ο μπαμπάς ξυπνάνε και έρχονται δίπλα μου ανήσυχοι.
-Κοριτσάκι μου, τι έκανες;
Δεν ακούω τίποτα.
-Πες τον να έρθει, λέω μόνο.
Όλοι στνοφριώνονται.
-Άρη, σε παρακαλώ. Τον χρειάζομαι εδώ. Δεν μου έκανε τίποτα. Κατά λάθος πέσαμε στη τρύπα.
-Σταματά, Μελίσα. Είναι επικίνδυνος, λέει ο Άρης.
Ο μπαμπάς επεμβαίνει.
-Πρέπει να ξεκουραστείς. Το χέρι σου έμεινε πολύ ώρα χωρίς φροντίδα.
Νιώθω τα μάτια μου βαριά και ξέρω πως μου έδωσαν και άλλο ηρεμιστικό μέσω του όρου. Όλα ομορφαίνουν. Βλέπω τον Αχιλλέα να με τρέχει προς εμένα και να με αγκαλιάζει. Να βάζω το κεφάλι μου στη κλείδα του να μυρίζω τη μεθυστική μυρωδιά του. Να αγγίζω τις φλεβίτσες των χεριών του και να ανατριχιάζω από ευχαρίστηση. Ξαφνικά εμφανίζεται ο Φίλιππος και μας κοιτάει αγριεμένος. "Σε αγαπούσα, προδότρα", μου φωνάζει. Και ύστερα πετάγομαι ξύπνια.
-Ηρέμησε. Είμαι εδώ, ακούω μία φωνή στο σκοτάδι και βλέπω το φουρτουνιασμένο θαλασσί των ματιών του.
-Αχιλλέα, μουρμουρίζω, μην σε δουν. Μην φύγεις.
Έρχεται και κάθεται δίπλα μου στο κρεβάτι. Είναι καθαρός και μυρίζει έντονα καπνό. Μες το σκοτάδι δεν μπορώ να τον δω μια και φοράει μαύρα.
-Δεν πρόκειται. Είμαι εδώ. Έπρεπε να φύγω για λίγο γιατί...συγγνώμη, ψιθυρίζει.
Ακουμπάω το χέρι μου στο δικό του και νιώθω τη ζεστασιά του να με πλημμυρίζει. Ξεχνάω τον εφιάλτη και τον Φίλιππο που με στοιχειώνει.
-Νόμιζα ότι δεν θα σε έβλεπα ξανά, λέω.
Με χαϊδεύει στο μάγουλο.
-Μελίσα, δεν μπορώ. Θα μπλέξεις άσχημα μαζί μου...
Πριν συνεχίσει κολλάω τα χείλη μου στα δικά μου και ζωντανεύω ξανά. Η γεύση του καπνού απλώνεται στη γλώσσα μου. Βάζει τα χέρια του γύρω από το κεφάλι μου και με φιλάει έντονα. Το δικό του φιλί είναι διαφορετικό. Πρώτη φορά βλέπω τόσο πάθος και ένταση σε κάποιον. Δεν μπορώ να ξεκολλήσώ. Νιώθω τα χείλη του να καίνε τα δικά μου, το κορμί μου και την καρδιά μου. Σαν να μην ζούσα τόσο καιρό και τώρα α αναπνέω ξανά χάρη σε αυτόν. Σιγά σιγά απομακρυνόμαστε και μου χαμόγελα αμυδρά.
-Δεν με νοιάζει τι λένε οι άλλοι. Δεν έχεις κάνει τίποτα κακό και το θέλω αυτό που κάνουμε τώρα, λέω αποφασιστικά.
Σκύβει και φιλάει τον λαιμό μου.
-Είσαι ότι πιο όμορφο είχα εδώ και έναν χρόνο, μου ψιθυρίζει.

Shy girl don't care 2Where stories live. Discover now