1. ΘΛΙΜΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ

245 24 9
                                    

Μια στιγμή μπορεί να διαρκέσει από ένα λεπτό μέχρι μία ολόκληρη μέρα. Είναι καθαρά υποκειμενική η διάρκεια της. Ένας τρίτος μπορεί εύκολα να προσδιορίσει τον χρόνο της θέτοντας τα απαραίτητα όρια. Για εκείνον όμως που την ζει η διαδικασία δεν είναι τόσο απλή.

Όταν το τηλέφωνο του σπιτιού χτύπησε και μου ανακοινώθηκε το τροχαίο των γονιών μου, ένιωσα πως η απόσταση από την έπαυλη μέχρι το νοσοκομείο ήταν η ίδια με εκείνη της Σεβίλλης και του Πόρτλαντ. Στην πραγματικότητα όμως ήταν πολύ λιγότερη. Οι ώρες που πέρασαν μέχρι να αποδεχτώ το γεγονός ότι είχα χάσει

την μητέρα μου ήταν μόλις έξι. Εγώ όμως νόμιζα πως περίμενα να ακούσω την καρδιά της μια ολόκληρη μέρα. Όσο ο πατέρας μου βρισκόταν σε κόμμα ένιωθα πως ο χρόνος στον έξω κόσμο προχωρούσε. Μου φαινόταν λες και ήμουν ένας βράχος μέσα σε κινούμενο ποτάμι. Εκείνο έρεε και ακολουθούσε την πορεία του αλλά εγώ απλώς ήμουν στην μέση, χωρίς να αλλάζει τίποτα όσον αφορά εμένα. Μέχρι που έχασα και τον πατέρα μου και τότε ο χρόνος πάγωσε. Τα πάντα γύρω μου σταμάτησαν να κυλάνε. Ήταν λες και το ποτάμι έπαψε να ρέει και με συντρόφευε στην αδράνεια μου.

Μια παρόμοια αδράνεια με είχε καταβάλλει και τώρα. Ήθελα πολύ να κουνηθώ, να φωνάξω, να τρέξω, αλλά το σώμα μου δεν υπάκουγε. Είχα μαρμαρώσει και ένα μούδιασμα ανέβαινε από τα πόδια μου για να με τυλίξει. Πάλευα με όλη μου την δύναμη να μην αφήσω τον Μάικλ να πέσει από τα χέρια μου. Φοβόμουν πως θα χτυπούσε το κεφάλι του. Ένας φόβος αβάσιμος την στιγμή που μόλις είχε ξεψυχήσει. Για την ακρίβεια είχαν περάσει αρκετά λεπτά από την τελευταία του πνοή. Το σώμα του είχε ήδη αρχίζει να παραδίνεται στην ψύχρα του θανάτου. Παρ' όλα αυτά μου φαινόταν πως έκλεισε τα μάτια του πριν από ένα δευτερόλεπτο.

Δεν ήξερα πόση ώρα είχα μείνει μέσα στο γραφείο με τον Μάικλ νεκρό και τον Τζέισον αναίσθητο δίπλα μας. Μου πήρε αρκετές στιγμές για να συνειδητοποιήσω πως ο Τζέισον δεν είχε συνέλθει ακόμα. Πόσο δυνατά να τον είχα χτυπήσει άραγε; Μήπως τον είχα σκοτώσει; Δεν θα με πείραζε... Το ξέρω πως αυτό με κάνει κακιά και άκαρδη. Όμως κι αυτό που έκανε κι εκείνος δεν ήταν κακό κι άκαρδο; Είχε σκοτώσει κάποιον, μια αθώα ψυχή. Ο Μάικλ ήταν ο γιος ενός πατέρα, ο ξάδερφος ενός βασιλιά, ο φίλος μου, το μοναδικό νταμπίρ από την Μόιρα που ερχόταν να με δει κάθε χρόνο. Ποιος του είχε δώσει το δικαίωμα να σηκώσει το όπλο και να του αφαιρέσει την ζωή;

Το στήθος μου με πόναγε τόσο δυνατά που μου κοβόταν η ανάσα. Δεν μπορούσε το μυαλό μου να χωνέψει αυτό που είχε συμβεί. Δεν ήθελα να πιστέψω πως είχε χαθεί ένας ακόμα. Κι ο Μάικλ δεν ήταν μονάχα ένας ήρωας μια μάχης ή ένας ακόμα συγγενής μου. Ήταν πολλά παραπάνω. Είχε αγνή καρδιά και πάντοτε τις καλύτερες προθέσεις. Ήταν ανιδιοτελής και ποτέ του δεν έλειπε από το πλευρό εκείνων που αγαπούσε και τον αγαπούσαν. Τώρα όμως έλειπε. Ήταν στην αγκαλιά μου, αλλά όχι πραγματικά.

ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ ΙΙΙWhere stories live. Discover now