8. ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

105 20 0
                                    

«Ξέρω τι είπα», ξεφύσησα.

Ο Νόα συνέχισε το παραλήρημα του από το τηλέφωνο και που και που άκουγα τον Χουάν από μακριά να με παρακαλάει να έρθω να δω τους στρατολογούμενους, γιατί όσο αργούσα εκείνοι εξαγριώνονταν και τον απειλούσαν.

«Θα με αφήσεις επιτέλους να μιλήσω;», τον ρώτησα απεγνωσμένη και ρουθούνισα. «Έχεις απόλυτο δίκιο», ξεκίνησα μόλις εκείνος σταμάτησε. «Αλλά ακούς κι εσύ πως δεν έχω συνέλθει ακόμα.»

Είχε φτάσει το σαββατοκύριακο και δεν ένιωθα καθόλου καλύτερα. Ο πυρετός πηγαινοερχόταν, αλλά το μπούκωμα κι οι πρησμένες αμυγδαλές δεν κόπαζαν με τίποτα. Από χθες ο Νόα μου τηλεφωνούσε ανά μία ώρα για να μου υπενθυμίσει πως έπρεπε να συναντήσω επιτέλους τους βρικόλακες που είχαν ταχθεί υπέρ μου. Δεν είχα κανένα πρόβλημα μέσα στο χάλι μου να το κάνω, αλλά μονίμως κάποιος ήταν δίπλα μου και δεν με άφηναν να κουνήσω ρούπι. Η σταθερή πορεία της υγείας μου τους είχε ανησυχήσει και δεν με άφηναν να βγω ούτε μέχρι το κιόσκι να πάρω καθαρό αέρα. Με πολύ κόπο και γκρίνια έπεισα τους φίλους μου την Παρασκευή το βράδυ να έρθουμε στο παλάτι. Εκείνοι δέχτηκαν, αλλά με την προϋπόθεση να είναι οι νοσοκόμες μου, μαζί με τους υπόλοιπους του παλατιού.

«Και δεν είναι ότι δεν θέλω να έρθω», συνέχισα. «Αλλά δεν μπορώ να πάω ούτε στην τουαλέτα χωρίς κάποιος να μου κρατάει το χέρι.»

«Ε φέρε και κάποιον μαζί σου», άκουσα τον Χουάν να λέει.

«Αυτό αποκλείεται», απάντησα.

Οι βρικόλακες δεν είχαν κανένα πρόβλημα να επιτεθούν σε κάποιον, ακόμα κι αν ήταν δικός μου. Αυτόν που δεν έπρεπε να πληγώσουν ήμουν εγώ, και αρκετές φορές στο παρελθόν απείλησαν τον Κάρτερ, επειδή δεν είχε καμία σχέση με τον Κάτω Κόσμο.

«Ορόρα, δεν γίνεται να περιμένουν άλλο», επανέλαβε ο Νόα. «Αν δεν τους δεις και σήμερα πολύ φοβάμαι πως θα αρχίσουν να σε εγκαταλείπουν.»

Εγώ αναστέναξα σε αυτά τα λόγια. «Τρεις μέρες ακόμα. Μόνο τόσο ζητάω.»

Εκείνη την στιγμή έβηξα, λόγω μιας ενόχλησης στον ουρανίσκο μου, αλλά συνέβη στην κατάλληλη στιγμή, για να τον πείσω ότι χρειαζόμουν χρόνο ακόμα.

«Καλά», μουρμούρισε μετά από μερικά δευτερόλεπτα. «Τρεις μέρες. Όχι παραπάνω.»

«Σ' ευχαριστώ.»

«Μας υποχρέωσες», άκουσα τον Χουάν να γκρινιάζει και γέλασα πνιχτά.

Έπειτα έκλεισα το τηλέφωνο μου κι επέστρεψα στο δωμάτιο μου. Η Μόνι κι ο Τσέις τεντώθηκαν κι άρχισαν να σπρώχνουν τα σκεπάσματα από πάνω τους. Είχε φτάσει μεσημέρι, οπότε ήταν καιρός να σηκωθούν.

ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ ΙΙΙTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon