25. Η ΣΤΕΨΗ

108 19 0
                                    

«Με την εύνοια των ουρανών και την ευλογία του Θεού, βασιλιάς Αλεχάντρο και Κέλλαν, προστάτες του βασιλείου, άρχοντες της Μόιρα, συνεχιστές του μεγάλου έργου και καθοδηγητές όλων των νταμπίρ. Είθε η βασιλεία τους να είναι μακρά.»

«Είθε η βασιλεία τους να είναι μακρά», επανέλαβαν όλοι τα λόγια του παππού μου Ραμόν.

Ως ζώντας βασιλιάς είχε αναλάβει εκείνος την στέψη του πατέρα μου και του Κέλλαν. Οι δυο τους ήταν τόσο νέοι μα στα πρόσωπα τους οι υπήκοοι έβλεπαν σιγουριά και τους εμπιστεύονταν. Καθόντουσαν στους θρόνους τους με τα στέμματα και τα σκήπτρα τους και η εικόνα τους προκαλούσε δέος σε όποιον τους κοιτούσε. Η μητέρα μου κι η Χόουπ στεκόντουσαν μπροστά στο πλήθος μαυροφορεμένες, πενθώντας ακόμα για τον χαμό της Ελεονόρας, αλλά με ίχνος χρυσού στις φορεσιές τους για να τιμήσουν τους νεοστεφθέντες βασιλείς. Μια ομάδα μικρών παιδιών έψελναν σε μια άκρη μεσαιωνικά άσματα για να δοξάσουν με την σειρά τους τους νέους ηγέτες. Ήταν ίσως η πιο λαμπρή στέψη που είχε γνωρίσει αυτός ο τόπος κι οι πιο ικανοί κι άξιοι βασιλείς των νταμπίρ.

Η σκέψη πως έπρεπε να συνεχίσω το έργο τους με τρόμαζε, καθώς μέχρι στιγμής δεν είχα καταφέρει μια ομαλή και χωρίς προβλήματα διακυβέρνηση. Το πόσο μάλιστα θα κατάφερνα να βασιλέψω ήταν ρευστό και υπήρχαν πολλά ζητήματα, τα οποία αγνοούσε ο λαός μου. Αν τα μάθαινε πολύ φοβόμουν πως δεν θα επέλεγε να πολεμήσει μαζί μου. Αντίθετα θα με παρέδιδαν στον Ντέμιεν χωρίς δισταγμό, και δεν θα τους αδικούσα. Επρόκειτο για το μεγαλύτερο κακό που είχε γνωρίσει ο πλανήτης Γη και τον έτρεμε όλος ο υπόκοσμος. Ο πατέρας μου κι ο Κέλλαν όμως κατάφεραν να τον κρατήσουν μακριά από τα νταμπίρ, κάτι που έπρεπε να κάνω κι εγώ. Πόσό εύκολα θα επιτύγχανα κάτι τέτοιο, όταν με την πρώτη ευκαιρία εμφανιζόταν αυτός ή τσιράκια του μπροστά μου αφοπλίζοντας με πλήρως; Αν πράγματι εγώ κι ο Κάρτερ ήμασταν η μεγάλη προφητεία τι ήταν αυτό που έπρεπε να κάνουμε για να κερδίσουμε τον Ντέμιεν πριν καταστρέψει τους πάντες στον αγώνα του να φτάσει στην κόρη μου;

Όλα αυτά τα ερωτήματα στριφογύριζαν μέσα στο μυαλό μου από την στιγμή που ξύπνησα την ημέρα της στέψης μου. Το πρωινό μου θα το αφιέρωνα σε περισυλλογή για το νέο μου ξεκίνημα, όπως όριζε το πρωτόκολλο γι' αυτό και απομονώθηκα στην εκκλησία. Με ένα ροζάριο στα χέρια μου κι όσες προσευχές μπορούσα να θυμηθώ εκλιπαρούσα κάθε επουράνια δύναμη να σταθεί σύμμαχος μου και να μην μου επιτρέψει να βουλιάξω την κληρονομιά μου. Δεν ήμουν πλέον σίγουρη σε ποιον μπορούσα να απευθυνθώ. Ο Θεός ή η μοίρα ή το πεπρωμένο, όλα ήταν καθημερινότητα μου και δεν ήξερα σε τι πραγματικά να πιστέψω. Όσα θεωρούσα δεδομένα σκορπίστηκαν από την στιγμή που ήρθα εδώ. Ακόμα κι η ίδια μου η ταυτότητα.

ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ ΙΙΙKde žijí příběhy. Začni objevovat