29. ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ, ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΜΟΥ ΣΠΙΤΙ, ΠΟΤΕ ΘΑ ΕΡΘΩ ΣΕ ΣΕΝΑ;

86 19 0
                                    

Ένιωθα μια ψύχρα σε όλο μου το σώμα. Δεν κρύωνα κι ούτε είχε πέσει η θερμοκρασία μου. Βρισκόμουν σε ένα ψυχρό μέρος και το σώμα μου με προστάτευε από την υποθερμία. Δεν ήξερα όμως που ήμουν και αν αυτό ήταν το μεταθανάτιο στάδιο. Η προηγούμενη μου εμπειρία θανάτου, ήταν θολή στο μυαλό μου και μονάχα η Λίμπο είχε αφήσει ένα πιο δυνατό σημάδι στην μνήμη μου. Κατά τα άλλα δεν μπορούσα να ξέρω που ήμουν. Τα μάτια μου ήταν ακόμα κλειστά και εξακολουθούσα να νιώθω το μήλο στον λαιμό μου. Υπήρχε μια μικρή δυσφορία από το πνίξιμο, αλλά δεν υπέφερα όπως όταν έγινε το μοιραίο. Ίσως αργότερα, όταν το σώμα μου πάγωνε για τα καλά, να έφευγε κι αυτή και τότε να ένιωθα γαλήνια.

Αυτό που με παραξένευε ήταν το γεγονός ότι μπορούσα ακόμα να σκεφτώ. Ο εγκέφαλος μου δεν έμοιαζε να έχει σταματήσει κι αναρωτιόμουν αν τελικά δεν είχε περάσει πολύ ώρα από τον θάνατο μου. Μου φαινόταν πως ήμουν ώρες σε αυτή την κατάσταση, αλλά μάλλον τα τέσσερα λεπτά μέχρι να με εγκαταλείψει κι ο εγκέφαλος μου δεν είχαν ολοκληρωθεί. Σε αυτό πιθανόν να οφειλόταν το ότι ήμουν ακόμα ζεστή. Η μαγεία μου συνέβαλε σε αυτό κι όσο λειτουργούσε ένα ακόμη όργανο, εκείνη δεν θα δραπέτευε από μέσα μου και θα χανόταν ως ενέργεια μέσα στην φύση.

Τα μάτια μου δεν έλεγαν να ανοίξουν και με τρόμαζε αυτή η άγνοια για το που βρισκόμουν. Λογικά θα κατέληγα στον Κάτω Κόσμο, αλλά νεκρή. Αυτό θα εξαγρίωνε τον Ντέμιεν και αναρωτιόμουν αν θα ξεσπούσε πάνω μου. Εγώ πάντως τα είχα βάλει με τον εαυτό μου, γιατί είχα επιβιώσει από τόσα πράγματα για να πεθάνω τελικά από ένα μήλο. Ήταν τραγικό και αστείο. Δεν μπορούσα όμως ούτε να γελάσω, ούτε να κλάψω. Μονάχα να σκέφτομαι και να πνίγομαι από το βάρος των σκέψεων μου. Αυτό δεν διέφερε και πολύ από όταν ήμουν ζωντανή. Κι ήταν κάτι που δεν μου άρεσε καθόλου, γιατί μονάχα από τις σκέψεις μου μπορούσα να υποφέρω. Άραγε αυτό να ήταν το πρώτο βήμα του θανάτου; Θα ζούσα κάθε επίγειο βάσανο μέχρι την τελική μου ανάπαυση; Είχα ζήσει πολλά κι αν έπρεπε να τα επαναλάβω, θα αργούσε πολύ το οριστικό τέλος.

Τα πρώτα πρόσωπα που ήθελα να δω ήταν εκείνα των γονιών μου. Αυτά τα δυο ζευγάρια μάτια θα ήταν ό,τι χρειαζόμουν για να αποδεχτώ την νέα πραγματικότητα. Έπειτα ήξερα πως θα συναντούσα τόσους πολλούς στον Κάτω Κόσμο και ο θάνατος δεν φάνταζε τόσο τρομακτικός ή μοναχικός. Θα είχα την οικογένεια μου ξεκινώντας από πολύ παλιά. Από την Μόιρα μέχρι και τους γονείς και θείους μου. Δυστυχώς πρόσωπα όπως τους παππούδες μου (τους γονείς της μαμάς μου), τον θείο μου τον Πέδρο ή τον Μάικλ δεν θα είχα την ευκαιρία να τους συναντήσω ούτε και τότε. Εκείνοι βρίσκονταν στην λήθη, εκεί όπου θα μπορούσαν να είχαν καταλήξει κι οι βασιλείς μας, αν γεννιόταν τελικά το παιδί μου. Η γέννηση της όμως δεν θα συνέβαινε ποτέ, καθώς η πρώτη βασίλισσα του Κάτω Κόσμου είχε πεθάνει.

ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ ΙΙΙOnde histórias criam vida. Descubra agora