3. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

139 21 7
                                    

Ξύπνησα μέσα στην νύχτα κι ο Κάρτερ έλειπε από δίπλα μου. Κοίταξα τριγύρω και δεν ήταν μέσα στο δωμάτιο. Σηκώθηκα για να τον ψάξω στο μπαλκόνι κι έπειτα στον διάδρομο. Προχώρησα και έφτασα πιο μετά από το δικό του. Μία πόρτα ήταν ανοιχτή, αλλά όχι μια οποιαδήποτε πόρτα. Ήταν στο δωμάτιο του Μάικλ. Στεκόταν με την πλάτη του στραμμένη στον διάδρομο, οπότε δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του. Προχώρησα αργά και στάθηκα ένα βήμα έξω από το κατώφλι.

«Κάρτερ», αποκρίθηκα χαμηλόφωνα.

Εκείνος γύρισε προς τα μένα. Τα μάτια του ήταν υγρά, αλλά τα μάγουλά του στεγνά.

«Νόμιζα πως άκουσα κάτι», μου απάντησε δικαιολογώντας το γιατί βρέθηκε εκεί.

Όμως δεν ήταν αυτός ο πραγματικός λόγος. Το δωμάτιο μου από το δωμάτιο του Μάικλ απείχε πολύ και δεν θα μπορούσε να είχε ακούσει κάποιο θόρυβο. Ήθελε απλώς να έρθει με την ελπίδα πως ίσως τον έβλεπε, πως η χθεσινή μέρα ήταν απλώς ένα κακό όνειρο, και δεν τον είχαμε θάψει. Ερχόμενος εδώ επιβεβαιώθηκε για το αντίθετο. Ό,τι νόμιζε πως ήταν εφιάλτης συνέβαινε πραγματικά.

Έσφιξα τα χείλη μου συμπονετικά και έκανα ένα βήμα μέσα. «Δεν ήταν ο Μάικλ.» Αναφερόμουν στον υποτιθέμενο θόρυβο, αλλά και στο άδειο δωμάτιο. Ο Μάικλ δεν ήταν εδώ.

«Το ξέρω», είπε κατευνάζοντας. «Το ξέρω», επανέλαβε για να πείσει και τον εαυτό του.

Απογοητευμένος που δεν ανακουφίστηκε επέστρεψε μαζί μου στο δωμάτιο μου. Αποκοιμήθηκε γρήγορα. Ίσως να ήθελε να βρει μια παρηγοριά στα όνειρά του. Τα δικά μου, ωστόσο, δεν με παρηγορούσαν καθόλου. Η εικόνα του Μάικλ να ξεψυχάει με στοίχειωνε χειρότερα τις νύχτες, όπου δεν είχα τον έλεγχο του μυαλό μου. Οι τύψεις μου τότε τρέφονταν από αυτή την ανάμνηση και έκαιγαν τα σωθικά μου. Σχεδόν προσευχόμουν να έρθει το πρωί, για να μπορώ να δαμάσω το μυαλό μου, να μπορώ να το σταματήσω από την αυτοκαταστροφή.

Το επόμενο πρωί σηκώθηκα πριν τον Κάρτερ. Τον άφησα να ξεκουραστεί για όσο το είχε ανάγκη. Αυτό βέβαια που χρειαζόταν ήταν τον ξάδερφό του πίσω, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσα να του το προσφέρω. Μαυροφορέθηκα, καθώς για μία ακόμη φορά πενθούσα και κατέβηκα στα υπόγεια του παλατιού. Ο Τζέισον κι ο Μπεν ήταν φυλακισμένοι στα μπουντρούμια μας κι ήθελα να τους μιλήσω. Θα τους έβλεπα για πρώτη φορά μετά από το μακελειό που προξένησαν στο λύκειο, πριν τρεις μέρες. Δυο φρουροί στεκόντουσαν στις δύο άκρες για καθαρά τυπικούς λόγους. Οι δυο δράστες καθόντουσαν από μια γωνία ο καθένας και μόνο ο Μπεν σήκωσε το κεφάλι του, μόλις άκουσε βήματα. Η έκπληξή του ήταν φανερή, αλλά δεν είπε τίποτα. Έκανα νόημα στους δυο φρουρούς να με αφήσουν μόνη μου μαζί τους, και απομακρύνθηκαν από το πόστο τους.

ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ ΙΙΙDonde viven las historias. Descúbrelo ahora