2. ΕΙΣ ΤΟ ΕΠΑΝΕΙΔΕΙΝ

135 22 1
                                    

«Μάικλ , Μάικλ!», αναφώνησα βλέποντας τον νεαρό Μάρεϊ να πλησιάζει την έπαυλη.

Ήταν πάντοτε χαμογελαστός και μόλις έμπαινα στο οπτικό του πεδίο το χαμόγελό του τεντωνόταν περισσότερο. Τα μαύρα του μαλλιά είχαν μακρύνει από την τελευταία φορά που τον είχα δει. Κόντευαν να ξεπεράσουν τους ώμους του. Άφηνε και μούσι, κάτι το οποίο του πήγαινε περισσότερο από το ξυρισμένο του λουκ.

Πλησιάζοντάς με στάθηκε μερικά μέτρα μακριά μου και με περιεργάστηκε παίρνοντας ένα σοβαρό ύφος.

«Μα εσύ δεν μοιάζεις με την Ορόρα», σκέφτηκε λίγο. «Πήρατε καινούρια κόρη;»

«Μάικλ», στριφογύρισα τα μάτια μου και γέλασα πνιχτά. «Εγώ είμαι. Πόσο άλλαξα πια μέσα σε έναν χειμώνα;»

«Πάρα πολύ», απάντησε και πιάνοντας με από το χέρι με έκανε μια στροφή. «Το αγόρι σου θα πρέπει να σε ζηλεύει πολύ», αποκρίθηκε γέρνοντας το κεφάλι του μπροστά.

Οι γονείς μου έπαιρναν στην πλάκα τα λόγια του, αλλά έστησαν ελαφρώς αυτί για να ακούσουν την απάντηση μου.

«Δεν έχω αγόρι», του απάντησα προς ανακούφισή τους.

Βέβαια αυτό δεν ήταν και ιδιαίτερα αλήθεια. Ότι είχα γνωρίσει τον Χουάν, ή όπως πίστευα Φελίππε, κι η σχέση μας είχε προχωρήσει. Δε τον θεωρούσα ποτέ πραγματικό σύντροφο, καθώς ήταν απλώς μια ανακούφιση από την καθημερινότητα. Για εκείνον φυσικά, εγώ ήμουν το χαρτζιλίκι της ημέρας.

«Και δεν νομίζω να αργήσεις να αποκτήσεις», μου έκλεισε το μάτι και κρατώντας με από την μέση μπήκαμε μέσα στην έπαυλη.

Κάθε καλοκαίρι, για περίπου ένα μήνα, ο Μάικλ ερχόταν να με δει. Ερχόταν πιο συχνά και από τον Κέλλαν με την Χόουπ. Κατανοούσα πως είχαν τα παιδιά τους, αλλά δεν ήταν πια και τόσο μικρά για να μην μπορούν να τα αφήσουν. Θα μπορούσαν επίσης να τους φέρουν μαζί τους. Χώρο να τους φιλοξενήσουμε είχαμε. Κι αυτό ήταν το μεγαλύτερό μου παράπονο. Τις μέρες όμως που ο Μάικλ μου χάριζε την χαρά της επίσκεψής τους, ξεχνούσα την πικρία μου και φρόντιζα να μην σπαταλάω τον χρόνο μου με ανούσια πράγματα. Σημασία είχε όσο καιρό έμενε μαζί μας, να περνούσαμε κι οι δυο καλά.

«Για πες μας», ξεκίνησε η μητέρα μου σερβίροντας κρύο τσάι στα ποτήρια μας. «Τι νέα μας φέρνεις από την Αυλή;»

Με την άκρη του ματιού μου είδα τον πατέρα μου να αποδοκιμάζει το θέμα που ξεκίνησε η μητέρα μου. Αναφερόντουσαν στην Μόιρα όσο το δυνατόν λιγότερο, λες κι έτσι θα την ξεχνούσα κι εγώ. Τον λόγο άργησα πολύ να τον μάθω.

ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ ΙΙΙDonde viven las historias. Descúbrelo ahora