Την βγάζει από το αυτοκίνητο και της δένει τα μάτια μ' ένα μαντίλι. Προχωράνε ώσπου φτάνουν σε μια γέφυρα. Της βγάζει το μαντίλι και εκείνη αντικρίζει μια ξύλινη γέφυρα που δίπλα της βρίσκεται η θάλασσα. Πάνω της υπάρχουν φαναράκια σε απόσταση μερικών εκατοστών το ένα από το άλλο. Είναι πολύ ρομαντικό...
«Είναι υπέροχο!» ομολογεί συγκινημένη.
«Περίμενε. Έχει κι άλλο.» χαμογελάει.
«Τι άλλο;»
«Έλα να περάσουμε την γέφυρα.» της λέει και της πιάνει το χέρι.
Προχωράνε και αφού ανέβουν τα λευκά σκαλοπάτια, φτάνουν σ' ένα μπαλκόνι που βλέπει την θάλασσα. Μπροστά υπάρχει ένα τραπέζι με δυο καρέκλες η μία απέναντι από την άλλη όλα σε απόχρωση του λευκού, καθώς και από πάνω τους υπάρχει μια κουρτίνα που στηρίζεται σε τέσσερις στύλους. Η κοπέλα βάζει τα χέρια στο στόμα της για να μην φωνάξει. Δάκρυα κατακλύζουν τα μάτια της.
Είναι δάκρυα συγκίνησης αλλά και στεναχώριας. Συγκίνησης, γιατί κανένας δεν της είχε κάνει κάτι τέτοιο ποτέ στο παρελθόν, αλλά και στεναχώριας, γιατί φανταζόταν να ζήσει κάτι τέτοιο με τον Χάρρυ. Κουνάει το κεφάλι της για να διώξει την σκέψη του Χάρρυ από το μυαλό της. Ο Τζακ της σκουπίζει τα δάκρυα και την οδηγεί να κάτσει στο τραπέζι. Της τραβάει την καρέκλα, σαν κύριος και μετά κάθεται απέναντι της. Ο σερβιτόρος τους φέρνει τα γεύματα τους και αρχίζουν να τρώνε με συντροφιά τους την γαλάζια θάλασσα και τα κύματα της που χτυπάνε στους βράχους, δημιουργώντας την δικιά τους μουσική που θα συνοδέψει το βράδυ τους.
«Είναι υπέροχα.» λέει η κοπέλα πιάνοντας το ποτήρι με το κρασί στο χέρι της και κοιτάζοντας την απέραντη γαλανή θάλασσα που απλώνεται μπροστά της. Ένα αεράκι φυσά ήρεμα κάνοντας την όλη ατμόσφαιρα πολύ γαλήνια.
«Χαίρομαι που σου αρέσει!» απαντά και της πιάνει απαλά το χέρι.
«Γιατί μπήκες σε τόσο κόπο για μένα;» λέει πριν προλάβει να σκεφτεί. Ηλίθια ερώτηση, σκέφτεται.
«Γιατί...» κολλάει, δεν ξέρει αν πρέπει να της το πει. Ίσως να είναι νωρίς, όμως ξέρει πως το νιώθει. Ξέρει πως αυτή η κοπέλα... είναι μοναδική!
«Ναι...» τον παροτρύνει να συνεχίσει.
«Γιατί... σ' αγαπώ!» ψιθυρίζει.
Η κοπέλα γουρλώνει τα μάτια της και αφήνει το ποτήρι με το κρασί. Το στόμα της έχει ανοίξει λιγάκι και προς το παρόν φαίνεται να έχει χάσει την φωνή της. Ποτέ κανείς δεν έτυχε να της πει κάτι τέτοιο. Ναι, είχε διάφορες σχέσεις κατά την διάρκεια της εφηβείας της, όμως ποτέ δεν ένιωσε αυτό που λένε "αγάπη", αλλά ούτε και το ταίρι της. Ξεροβήχει προσπαθώντας να βρει την φωνή της.
«Αα...» είναι το μόνο που λέει αφού δεν ξέρει τι άλλο μπορεί να του απαντήσει.
«Ξέρω πως δεν νιώθεις αυτό ακριβώς και πως άλλος έχει την καρδιά σου, όμως ήθελα να στο πω. Δεν περιμένω να μου πεις το ίδιο.» χαμογελάει κάνοντας την κοπέλα να απομακρυνθεί και να κοιτάξει την θάλασσα αμήχανα. Δεν μπορεί να γνωρίζει για τα συναισθήματα της προς τον Χάρρυ.
«Εμ...» δαγκώνει αμήχανα το κάτω χείλος της.
«Ξέρω και ποιος άλλος.» συνεχίζει απαλά διακόπτοντας την.
«Εμ... ποιος;» ρωτάει διστακτικά κοιτάζοντας τον πλέον.
«Ο Χάρρυ!» πετά και απομακρύνεται.
«Πως...»
«Το ξέρω; Φαίνεται μωρό μου. Δεν το κρύβετε και πολύ καλά.» χαμογελάει πλάγια.
«Κρύβουμε;» ρωτάει σμίγοντας τα φρύδια της.
«Ναι... τον έχω δει πως μας κοιτάζει όταν είμαστε μαζί, πως σε κοιτάζει όταν νομίζει πως δεν βλέπω ή δεν βλέπεις.» ομολογεί κάτι που κάνει την κοπέλα να σαστίσει. Το τελευταίο κομμάτι δεν το γνώριζε, ή καλύτερα δεν είχε τύχει να το είχε προσέξει.
«Τέλος πάντων!» λέει απότομα.
Δεν θέλει να ακούσει άλλα, γιατί μπορεί να τρέξει στην αγκαλιά του και δεν το θέλει. Δεν πρέπει. Άλλωστε είναι και η Βικτώρια, που μόλις ξανά έγιναν φίλες. Δεν θα χαλάσει την μοναδική φιλιά με την μοναδική κοπέλα που έχει στην σχολή μέχρι στιγμής.
«Δεν χρειάζεται να το αναλύσουμε περεταίρω. Είμαι μαζί σου και είμαι ευτυχισμένη. Αυτό μετράει.» του πιάνει το χέρι.
«Έχεις δίκιο.» συμφωνεί κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του. «Πάμε;» ρωτάει προσπαθώντας ν' αλλάξει θέμα.
«Που;»
«Στην θάλασσα να περπατήσουμε λίγο.»
«Και δεν πάμε;»
Πήρανε τα ποτήρια και το μπουκάλι με το κρασί και ξεκίνησαν να κατευθύνονται προς την θάλασσα. Περπατούσαν στην θάλασσα όσο ο ήλιος έδυε. Μετά από λίγο, την πήρε αγκαλιά και πήγαν στο αυτοκίνητό του, ώστε να επιστρέψουν σπίτι. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως ένας άνθρωπος θα έμενε σε σχέση με κάποιον που ξέρει ή πιστεύει ότι η καρδιά του ανήκει αλλού. Πως γίνεται να είναι εντάξει με το γεγονός ότι η ίδια δεν μοιράζεται τα ίδια συναισθήματα με εκείνον και να μην τον πειράζει; Πόσο μεγάλη καρδιά έχει ο Τζακ τελικά;
VOTE & COMMENT. THANK YOU:*
YOU ARE READING
Ο Γείτονας!
Fanfiction«Η ζωή θα σου φέρει πολλά εμπόδια και δυσκολίες... Ομως, μονάχα ενα δεν θα μπορεσεις να αντιμετωπίσεις όσο και να θέλεις, όσο και αν προσπαθήσεις και αυτό είναι... Ο Θάνατος!»