Η επόμενη μέρα έρχεται. Τα κορίτσια ετοιμάζονται μαζί για να πάνε στον γιατρό. Το άγχος τις έχει καταβάλλει, ειδικά την Φαμπιάνα. Αφού ετοιμαστούν και φάνε γρήγορα λίγο πρωινό, κατευθύνονται ευθείς αμέσως για το νοσοκομείο. Στην διαδρομή η Μπεατρίξ κρατάει σφιχτά το χέρι της Φαμπιάνας. Καμία από τις δυο δεν μιλάει. Δεν υπάρχει κάτι που χρειάζεται να ειπωθεί.
Φτάνουν στο νοσοκομείο. Η πόρτα ανοίγει και αρχίζουν να πλησιάζουν προς το εργαστήριο. Η καρδιά της Φαμπιάνας κοντεύει να σκίσει το δέρμα της και να πεταχτεί έξω. Η γιατρός τους δίνει το χαρτί με τα αποτελέσματα. Η Φαμπ κατεβάζει σιγά - σιγά το κεφάλι της και διαβάζει. Μόλις δει τα αποτελέσματα, όλα αρχίζουν να μαυρίζουν. Τα αυτιά της βουλώνουν. Τα μάτια της βαραίνουν και το σώμα της, βαρύ και αυτό, αρχίζει να πέφτει, ώσπου έρχεται σε επαφή με το πάτωμα. Η Μπεατρίξ αμέσως πέφτει στο πάτωμα δίπλα της να την σηκώσει.
Εκείνη την ώρα βλέπει τον Χάρρυ να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος τους. Μόλις πάει να πιάσει την Φαμπιάνα, βλέπει το χαρτί στο χέρι της. Το σηκώνει και το διαβάζει προσεκτικά. Νεύρα, οργή, πόνος, απογοήτευση... όλα εκείνη την ώρα έρχονται να τον χτυπήσουν και να μπερδευτούν σαν ένα συναίσθημα. Πετάει το χαρτί κάτω και φεύγει με γοργά βήματα.
«Χάρρυ. Χάρρυ, σε παρακαλώ!» φωνάζει δυνατά η Μπεατρίξ όμως είναι αργά.
Ο Χάρρυ έχει ήδη χαθεί από τον διάδρομο. Η Φαμπιάνα συνέρχεται και σηκώνεται. Βγαίνει έξω να πάρει λίγο καθαρό αέρα να αδειάσει το μυαλό της για λίγο από όλες τις σκέψεις τις και να ηρεμήσει. Μόλις βγει, βλέπει τον Χάρρυ να κάθεται σε ένα παγκάκι και να κρατάει ένα ποτήρι καφέ κοιτάζοντας το πάτωμα. Τον πλησιάζει σιγά - σιγά. Δεν ξέρει για το τι συνέβη όσο εκείνη ήταν ακόμη λιπόθυμη.
«Γεια.» λέει απαλά. Ο Χάρρυ δεν μιλάει, ούτε καν σηκώνει το βλέμμα του να την κοιτάξει. Απλώς πετάει τον καφέ στο κάτω και γρήγορα σηκώνεται να φύγει.
«Τι έπαθες;» ρωτάει γεμάτη ανησυχία η κοπέλα και πετάγεται από την θέση της.
«Μπράβο!» λέει ψυχρά και ειρωνικά χτυπώντας παλαμάκια.
«Συγνώμη;» το βλέμμα της μπερδεμένο.
«Τα ξέρω όλα!» της απαντάει με νεύρα υψώνοντας, άθελα του, τον τόνο της φωνής του.
«Ποια όλα;» συνεχίζει ρωτώντας ακόμα μπερδεμένη η κοπέλα.
«Είσαι έγκυος Φαμπιάνα. Το παιδί του!» μίσος καλύπτει τα λόγια του.
«Μα...»
«Δεν έπρεπε να είναι έτσι! Απλά δεν έπρεπε! Μαζί μου θα έπρεπε να είσαι! Εμένα θα έπρεπε να φιλάς, να αγκαλιάζεις! Αν θα έπρεπε να περιμένεις το παιδί κάποιου, θα έπρεπε να είναι το δικό μου, όχι εκείνου!» φωνάζει έξαλλος πλέον χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό του.
«Ήταν ατύχημα.» απαντά ήρεμα η κοπέλα. Δεν θέλει να τον αγριέψει και άλλο.
«Ξέρεις... υπάρχουν και οι προφυλάξεις!» της απαντά ειρωνικά.
«Μην με ειρωνεύεσαι!» αγριεύει τώρα η κοπέλα, απατώντας του κοφτά.
«Αλλιώς τι; Δεν θα μου κάνεις τίποτα. Δεν μπορείς. Με αγαπάς!» συνεχίζει ειρωνικά.
«Όχι Χάρρυ! Όχι, δεν σ' αγαπώ. Τον Τζακ αγαπώ!» η φωνή της έχει υψωθεί αρκετά. Ξέρει πως λέει ψέματα, δεν το εννοεί, αλλά στην προκειμένη φάση δεν θα του κάνει την χάρη. Δεν θα του απαντήσει αυτό που θέλει και περιμένει.
«Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας και προπάντων, εσύ η ίδια μην προσπαθείς να κοροϊδέψεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Και οι δυο ξέρουμε πολύ καλά ποιον πραγματικά αγαπάς.» η ειρωνεία στα λόγια του την τρελαίνει.
«Όχι δεν σ' αγαπώ. Εκείνον αγαπώ! Τουλάχιστον αυτός κέρδισε την αγάπη μου και δεν την ζήτησε ποτέ. Ενώ εσύ απλά την απαιτείς Χάρρυ!» φωνάζει τόσο πολύ που νιώθει το κεφάλι της βαρύ, έτοιμο να εκραγεί.
«Εγώ;» φωνάζει και εκείνος προσβεβλημένος.
«Ναι εσύ!» συνεχίζει στον ίδιο τόνο εκείνη.
«Ποτέ δεν την απαίτησα, απλώς νόμιζα πως την είχα!» απαντά ειλικρινά.
«Νόμιζες; Δεν στο είχα αποδείξει;» είναι η σειρά της να προσβληθεί.
«Όχι και πολύ!» ειρωνεύεται.
«Τι λες;» ουρλιάζει. Η καρδιά της έχει σπάσει. Τα νεύρα της έχουν βαρέσει κόκκινο και το κεφάλι της έχει ήδη εκραγεί.
«Αυτό που ακούς.» χαμηλώνει τον τόνο του και χαμογελάει πλάγια, νιώθοντας νικητής, σ' έναν φανταστικό του αγώνα.
«Εε τι να σου πω τώρα!» σηκώνει τα χέρια της στον αέρα και μπουχτισμένη απ' όλες αυτές τις φωνές και τους τσακωμούς , επιλέγει να φύγει, όμως ένας πόνος την πιάνει στην κοιλιά της και κάθεται αμέσως στο παγκάκι. Ο Χάρρυ, ξεχνώντας μονομιάς τα πάντα, κάθεται αμέσως δίπλα της.
«Είσαι καλά;» δύο λέξει, μια ερώτηση γεμάτη ανησυχία, άγχος, φόβο.
«Ναι, μια χαρά.» του απαντά ψυχρά και σηκώνεται απότομα να φύγει ξανά μακριά του, κάτι που πλέον έχει γίνει συνήθεια. Μόλις έχει ξεκινήσει και καθώς περπατάει βιάστηκα, φτάνει στην είσοδο του νοσοκομείου.
VOTE & COMMENT. THANK YOU:*
YOU ARE READING
Ο Γείτονας!
Fanfiction«Η ζωή θα σου φέρει πολλά εμπόδια και δυσκολίες... Ομως, μονάχα ενα δεν θα μπορεσεις να αντιμετωπίσεις όσο και να θέλεις, όσο και αν προσπαθήσεις και αυτό είναι... Ο Θάνατος!»