(58)

770 97 2
                                    

Harry's pov

Η πρώτη μια εβδομάδα περνάει πολύ γρήγορα και σχετικά ήρεμα. Το χειρότερο είναι πως κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο αδύναμη. Μάλιστα τώρα τελευταία βλέπει κάποιους εφιάλτες και στον ύπνο της έχει ορισμένες παραισθήσεις. Πάντα είμαι δίπλα της και την έχω στην αγκαλιά μου λέγοντας της το κλασικό, πως "όλα θα πάνε καλά", όμως ξέρω πως δεν θα πάνε. Μερικές εβδομάδες ακόμα και δεν θα είναι εδώ πια. Είχα μια ιδέα χτες το βράδυ, όταν την έβλεπα που κοιμόταν και θα της την πω σήμερα. Θα της αρέσει, είμαι σίγουρος. Μάλιστα χτες, έκλαψα. Και δεν εννοώ ένα-δυο δάκρυα. Έκλαιγα με αναφιλητά και για αρκετή ωρα. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Το ξέρω πως το λεω συνέχεια, αλλά δεν μπορώ χωρίς εκείνη. Δεν ξέρεις πως είναι χωρίς την παρουσία κάποιου στην ζωή σου μέχρι να τον χάσεις. Μακάρι να την έχανα με την έννοια πως θα έφευγε ταξίδι ή πως θα ερωτευότανε κάποιον άλλο. Τότε θα ήξερα πως είναι υγιής και ευτυχισμένη, αλλά τώρα δεν υπάρχει επιστροφή.

Ο πόνος της απώλειας είναι απλά απαίσιος. Ειδικά τον πρώτο καιρό είναι αβάσταχτος. Δεν ξέρω αν θα το ξεπεράσω σύντομα. Γενικά, όταν χάνεις έναν δικό σου κοντινό άνθρωπο που έχει μια συγκεκριμένη θέση στην ζωή σου, κατά κάποιον τρόπο τον έχεις συνηθίσει εκεί και σου φαίνεται παράξενο όταν φεύγει, γιατί παρέα μ' εκείνον χάνεις και ένα δικό σου κομμάτι. Βρίσκομαι στον καναπέ και βλέπω τηλεόραση. Κάποια στιγμή την βλέπω να με πλησιάζει σιγά σιγά. Κάθεται δίπλα μου και ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο μου. Της χαϊδεύω απαλά τα μαλλιά και την χαζεύω για λίγο. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και γυρίζει να με κοιτάξει. Τα μάτια της έχουν χάσει την λάμψη που είχαν κάποτε.

«Τι θα κάνουμε σήμερα;» μιλάει αργά.

«Είχα μια ιδέα, αλλά καλύτερα να βγούμε και να στην πω.» χαμογελάω απαλά.

«Εντάξει. Θες να πάμε για φαγητό;»

«Ναι. Ετοιμάσου και σε λίγο φεύγουμε. Είναι ήδη εφτά άλλωστε.»

Κουνάει καταφατικά το κεφάλι της και κατευθύνεται προς το δωμάτιο μας. Εγώ πηγαίνω να ετοιμαστώ, όταν την ακούω που μπαίνει στο μπάνιο. Βάζω ένα μαύρο πουκάμισο, μαζί με ένα μαύρο παντελόνι και τα μαύρα μποτάκια μου. Φτιάχνω το μαλλί μου, ώστε το μπροστά μέρος να είναι πίσω τραβηγμένο, βάζοντας λίγο ζελέ. Μόλις βγει από το μπάνιο την βλέπω να βάζει την δεξιά γόβα της. Έχει βάλει ένα μπλε στράπλες μακρύ φόρεμα, με μια ασημένια λεπτή ζώνη στην μέση της, με ένα ασημένιο κολιέ και τις μαύρες γόβες της. Έχει βγάλει το μαντίλι, καθώς έχει μερικά μαλλιά σε στυλ αγορέ. Τέλος δεν υπάρχει ίχνος make-up στο πρόσωπο της εκτός από ένα απαλό ροζ lipgloss. Είναι απλά υπέροχη.

«Τι λέτε κύριε Στάιλς, θα μου κάνετε την τιμή να με συνοδεύσετε ή να πάω μόνη μου;» λέει παιχνιδιάρικα.

«Συγγνώμη. Ναι, ελάτε δεσποινίς Γουέσλεϊ, πάμε.»

Απλώνω το χέρι μου και την οδηγώ ως το αμάξι. Στην διαδρομή δεν μιλάμε. Κοιτάζει απ' έξω με μια μελαγχολική έκφραση στο πρόσωπο της. Μάλλον αποθηκεύει στο μυαλό της και στην καρδιά της όσες περισσότερες εικόνες μπορεί. Φτάνουμε σε ένα εστιατόριο μερικά χιλιόμετρα παραπέρα από το σπίτι μας. Αφού κάτσουμε παραγγέλνουμε και συζητάμε για διάφορα. Τα χέρια μου έχουν ιδρώσει απο το άγχος. Θα της το πω τώρα.

«Φαμπιάνα, θέλω να σου πω κάτι.» λέω και της πιάνω το χέρι.

«Πες μου.» καρφώνει το βλέμμα της με το δικό μου. Αυτό το κάνει δυσκολότερο. Ας κοίταζε αλλού. Ωχ Παναγία μου, τι λέω.

«Θέλεις, θέλεις να γίνεις ή γυναίκα μου;» το πρόσωπο της έλαμψε για μια στιγμή, όμως αμέσως μετά μελαγχόλησε.

«Δεν γίνετε αυτό Χάρρυ και το ξέρεις. Σε λίγο καιρό θα...»

«Γι' αυτό το λεω.» την διακόπτω.

«Θέλω να φύγεις ευτυχισμένη και ολοκληρωμένη από αυτόν τον κόσμο.»

«Δεν... καλά, εντάξει.» χαμογελάει.

«Δεν θα είναι τίποτα τρομερό. Μόνο οι φίλοι και οι συγγενείς μας. Άντε και μερικοί από το πανεπιστήμιο.»

«Μα.. κανείς από την σχολή δεν με έχει δει έτσι.» λέει λυπημένα.

«Ναι, αλλά αρκετοί γνωρίζουν για την κατάσταση σου και θα σε έχουν φανταστεί. Άλλωστε, όπως σου είπα ήδη, είσαι υπέροχη και σε όποιον δεν αρέσεις ας βαφτεί μπλε και ας πέσει στην θάλασσα να ψοφήσει.» λέω και γελάει.

«Σωστά, έχεις δίκιο.»

«Εεε καλώ τώρα. Πες μου κάτι που δεν ξέρω.» λέω αυτάρεσκα.

«Ψωνάρα.» μου βγάζει την γλώσσα της και γελάει.

«Πάντα και παντού.» της χαϊδεύω το χέρι.

«Ξέρεις κάτι; Θα μου λείψεις πολύ...»

VOTE & COMMENT. THANK YOU:*

Ο Γείτονας!Where stories live. Discover now