Συνέχιζε να τρέχει για αρκετή ώρα στο σκοτάδι χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Αυτό το υπόγειο πέρασμα είχε πάρα πολλούς διαδρόμους που ο καθένας οδηγούσε σε ένα διαφορετικο σημείο και δυστυχώς ο Andrew, δεν της είχε πει την ακριβή πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει. Εμπιστευόταν την τύχη της και το ένστικτο της και κάθε φορά που έστριβε κάπου ήταν σε στάση άμυνας γιατί πίστευε ότι όλο και κάποιος φρουρός θα πεταγόταν μπροστά της.
Είχε χάσει το μέτρημα του χρόνου. Πολλές φορες γύριζε στο ίδιο μέρος όπου βρισκόταν και σκεφτοταν ότι ποτέ δεν θα έβγαινε από εκεί. Όμως δεν τα παρατούσε. Έτρεχε όλο και πιο γρήγορα κάθε φορά αφού πίστευε ότι τα δευτερόλεπτα που περνούσαν ήταν πολύτιμα για εκείνη. Τα λάθη που έκανε θα της κόστιζαν, ήταν σίγουρη για αυτό, αφού ήξερε ότι αν κατάφερνε να βγει έξω από το κάστρο, σίγουρα θα την περίμεναν οι φρουροί του βασιλιά. Θα ξανά ζούσε την ίδια σκηνή για ακόμη μια φορά, μόνο που αυτή την φορά θα ήταν ακόμη πιο περίπλοκη.
Μετά από λίγη ώρα που για εκείνη φάνηκε σαν να ήταν ολόκληρη μέρα, είδε μερικές ηλιαχτίδες φωτός να ξεπροβάλλουν μέσα από το σκοτάδι και για μια στιγμή στάθηκε και ξεφυσηξε ανακουφισμένη που επιτέλους είχε βρει την έξοδο. Αμέσως κόλλησε το σώμα της στον τοίχο και προσπάθησε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε να προχωρήσει προς την έξοδο, παρατηρώντας τα πάντα γύρω της.
Το υπόγειο πέρασμα οδηγούσε βαθιά μέσα στο δάσος που ήξερε πολύ καλά, όλα τα μέρη του. Ήταν κατασκευασμένο ώστε σε περίπτωση επίθεσης, να φυγαδευτεί η βασιλική οικογένεια. Πόσο αφελείς άνθρωποι. Αντί να κάτσουν να πολεμήσουν για τον λαό τους, με την πρώτη ευκαιρία φεύγουν, σκέφτηκε η Eliza και κούνησε απογοητευμένη το κεφάλι της.
Παρατηρούσε και επεξεργαζόταν το περιβάλλον που είχε μπροστά της, κοιτώντας περισσότερο το σημείο που βρίσκονταν οι θάμνοι. Ήταν το τέλειο μέρος για να κρυφτεί κάποιος. Αλλά αυτή τη φορά, με τα γατίσια μάτια της, δεν έβλεπε τίποτα που να έχει να κάνει με την φρουρά. Αφού περίμενε για μερικά λεπτά στο σκοτάδι παρατηρώντας το ίδιο σημείο, σιγουρεύτηκε ότι κανείς δεν ήταν εκεί. Άρχισε να τρέχει ξανά, χαρούμενη που κανείς δεν θα την έπιανε, μέχρι που άκουσε το σπάσιμο ενός κλαδιού. Σήκωσε το κεφάλι της και έστρεψε το βλέμμα της στα δέντρα που βρίσκονταν λίγο πιο πίσω της. Εκεί πάνω βρίσκονταν κάποιοι άντρες που ανήκαν στην φρουρά και κατέβαιναν για να την πιάσουν. Ήταν πάνω από 8 και δεν θα μπορούσε να τους αντιμετωπίσει όλους μονάχα με ένα ξίφος.
YOU ARE READING
Unpredictable
Fantasy«Ξέρετε να νικάτε μεγαλειότατε;» τον ρώτησε με θράσος και εκείνος μόνο στα λόγια της σήκωσε το κεφάλι του για να την αντικρίσει. Δεν είχε συνηθίσει να του αντιμιλούν και τα λόγια της χτύπησαν γερά τον εγωισμό του. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του κα...