Κεφάλαιο 19

518 64 36
                                    

Οι μήνες περνούσαν ήρεμα στο κάστρο για τον βασιλιά Anthony που γινόταν όλο και καλύτερα. Η πληγή του είχε κλείσει τελείως και πλέον μπορούσε να κινείται περισσότερο. Η Eliza τον επισκεπτόταν καθημερινά με δίκη του διαταγή και περνούσαν τον χρόνο τους περπατώντας στους κήπους του κάστρου. Παρά την δυσανασχέτηση των συμβούλων του και της πριγκίπισσας Arabella's που είχε επιστρέψει στο κάστρο, εκείνος συνέχιζε να περνάει τον ελεύθερο του χρόνο με την κοπέλα που του είχε σώσει την ζωή.

Εκείνη την κοπέλα που ολοένα και περισσότερο τον μάγευε με τις κινήσεις της, τα λόγια της, το μυαλό της. Άπειρες φορες είχε φανταστεί τα χείλη του πάνω στα δικά της και το πρόσωπο του μερικά χιλιοστά μακριά από το δικό της αλλά δε τολμούσε να παραδεχτεί τα συναισθήματα που ένιωθε. Ήλπιζε ότι σε λίγο καιρό, όταν θα παντρευόταν την πριγκίπισσα Arabella, θα άλλαζε και θα μάθαινε σιγά σιγά να την αγαπάει.

Μα πώς ήταν δυνατόν; Ρωτούσε τον εαυτό του καθημερινά όταν οι σκέψεις του έφταναν σε αδιέξοδο. Η πριγκίπισσα Arabella, με τα ξανθά μεταξένια μαλλιά, το λευκό και μαλακό σαν πούπουλο δέρμα και τα μεγάλα γαλάζια μάτια δεν είχε καμία σχέση με εκείνη την «ανόητη» κλέφτρα που είχε ερωτευτεί. Εκείνη την κλέφτρα που ήθελε να τον σκοτώσει και παρά τα δείγματα εμπιστοσύνης που του είχε δείξει δεν εμπιστευόταν ολοκληρωτικά.

Την κοπέλα που όσο όμορφη ήταν η πριγκίπισσα Arabella τόσο πιο θελκτική και γοητευτική ήταν εκείνη. Καθήλωνε τους πάντες με το περπάτημα της, το παρουσιαστικό της, την ομιλία της, το σώμα της, τα χείλη της, τα μάτια της. Όπως καθήλωνε και τον βασιλιά Anthony κάθε φορά που του μιλούσε για την ζωή έξω από το κάστρο.

Ο βασιλιάς, ήξερε την φτώχεια που υπήρχε έξω από τον δικό του μικρό-κόσμο και όσο κι αν ήθελε να βοηθησει τους πολίτες του δε τα κατάφερνε. Έκανε τα πάντα, είχε δώσει χιλιάδες χρήματα για εκείνους αλλά πάντα μάθαινε ότι δεν έφταναν. Πως οτιδήποτε κι αν έκανε δεν απέλυνε τον πόνο τους. Εξάλλου είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στους συμβούλους του. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τον κλέβει κάποιος..

«Μεγαλειότατε; Με ακούτε;» Τον ρώτησε η πριγκίπισσα Arabella και ο βασιλιάς αφού ήπιε λίγο από το κρασί του έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε από το τραπέζι. Ζήτησε συγγνώμη από την πριγκίπισσα Arabella που έφευγε από το μεσημεριανό τους δείπνο αλλά δεν άντεχε να περιμένει μέχρι να την δει. Δε μπορούσε να περιμένει να ξανά δει τα όμορφα μάτια της. Έτσι άρχισε να περπατάει γρήγορα μέσα στους διαδρόμους του κάστρου ψάχνοντας την σε κάθε γωνία του. Οι φρουροί του που ήταν δίπλα του σε κάθε του κίνηση, έτρεχαν και εκείνοι μαζί του χωρίς να ξέρουν τον λόγο. Έπρεπε να τον προσέχουν! Μετά από την έφοδο τον επαναστατών δεν έπρεπε να συμβούν λάθη.

UnpredictableWhere stories live. Discover now