Κεφάλαιο 1

1.6K 146 91
                                    

Κάποτε, κάπου μακρυά υπήρχε ένα βασίλειο. «Το βασίλειο του σκότους» όπως το αποκαλούσαν οι κάτοικοι του αλλά και όσοι ζούσαν μακρυά του. Ήταν όμορφο, σκοτεινό αλλά όμορφο. Γιγάντια τείχη το περικύκλωναν από στεριά και θάλασσα και έτσι καλά προστατευμένο οπως ήταν, κανείς ποτέ δεν τολμούσε να το πολιορκήσει.

Το τεράστιο, στα χρώματα του μαύρου κάστρο, δέσποζε σαν περήφανο άλογο πανω σε ένα μεγάλο λόφο και από κάτω του χυνόταν σαν χείμαρρος, το πολυσύχναστο, θορυβώδες χωριό. Το κάστρο, ήταν και αυτό περικυκλωμένο από τείχη, πιο μικρα βέβαια, αλλά ήταν τόσο καλά προστατευμένο ώστε δεν υπηρχαν ποτέ άσχημες εκπλήξεις. Γύρω του, ένας μεγάλος συνεχόμενος κήπος απλωνόταν με όμορφα παρτερια γεμάτα τριαντάφυλλα μιας και ήταν το αγαπημένο λουλούδι της μητέρας του βασιλιά αλλά και διαφορά αλλά μικρα και μεγάλα δέντρα. Πάνω, στην κορυφή του κάστρου, στον πιο ψηλό πυργο, βρισκόταν η σημαία του βασιλείου που ανέμιζε σιγανά με το απαλό χάιδεμα του αέρα. Κόκκινο χρωμα είχε και πάνω της ήταν αποτυπωμένο ένα μαύρο σχέδιο που έμοιαζε με άνθος.

Το χωριό, απόμακρο από το παλάτι και στην φτωχή του όψη, προκαλούσε θλίψη σε όποιον το κοιτούσε. Τα σπίτια, άλλα ήταν εγκαταλελειμμένα, άλλα έτοιμα να καταρρεύσουν και άλλα άδεια χωρίς έπιπλα, μονάχα με μικρα αντικείμενα ίσα ίσα για να προσφέρουν τις πρώτες ανάγκες στους ιδιοκτήτες τους. Παιδιά που έτρεχαν ξυπόλυτα πάνω στο τραχύ έδαφος, μητέρες που εκαναν την μπουγάδα τους και πατεράδες που πήγαιναν από το ξημέρωμα στην δουλειά για ένα κομμάτι ψωμί για την οικογένεια τους γέμιζαν τους φτωχικούς δρόμους του.

Μα κανείς δεν νοιαζόταν για αυτούς, κανείς δεν νοιζοταν για αυτες τις ταλαιπωρημένες ψυχές που το μόνο που ζητούσαν ήταν λίγο φαγητό, λίγο νερό, λίγη φροντίδα. Για χρόνια η ίδια κατάσταση επικρατούσε στο βασίλειο και κανείς από τους «ικανούς» βασιλιάδες δεν το άλλαζε αυτό. Και αν περίμεναν από άλλους ποτέ δεν θα άλλαζε αυτό. Μα κάποιοι νοιάζονταν. Κάποιοι ανάμεσα τους πραγματικά νοιάζονταν και ηθελαν να αλλάξουν την μοίρα των συνανθρώπων τους. Κάτι που προσπάθησαν να κάνουν.

~

Έτρεχε γρήγορα σαν άγριο άλογο. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε γρήγορα καθώς έτρεχε μέσα στο δάσος. Έμοιαζε σαν αμαζόνα με αυτή της την αμφίεση και γοήτευε κάθε άνθρωπο όπου περνούσε από δίπλα της. Δάκρυα υπήρχαν στα μάτια της, για τα οποία αδιαφορούσε καθώς συνέχιζε να τρέχει. Ξαφνικά άκουσε φωνές από πίσω της και άρχισε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα, τρομαγμένη και φοβισμένη. Όμως, δεν μπορούσε να σταματήσει για να τους αντιμετωπίσει. Ήταν περισσότεροι.

UnpredictableTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang