Κεφάλαιο 14

115 18 3
                                    

«Βαγγέλη, σε παρακαλώ. Μίλησε μου..» ψυθηρίζω και εκείνος με κοιτάει στα μάτια.

Με κοιτάει τρομαγμένος, κάτι φοβάται.

Έπειτα κοιτάει την Εύα, με το βλέμμα του καταλαβαίνω πολλά.

Εκείνος κάθεται στο κρεβάτι ενώ η Εύα στο γραφείο, με σκυμμένο κεφάλι.

«Ήταν η περίοδος που είχε γίνει αυτό με την μαρία, το επόμενο βράδυ ενώ είχα ήδη δει το θέαμα του Αχιλλέα και της Μαρίας. Τότε ήταν το βράδυ που συνάντησα την Εύα.»

«Που;» Τον διακόπτω.

«Στο μπαρ το οποίο σύχναζα. Γνωριστήκαμε εκεί.» Κάνει παύση και την κοιτάει.

«Εκεί μου την έπεσε, για την ακρίβεια με μέθυσε. Δεν θυμόμουν πολλά την επόμενη μέρα, ξύπνησα και ήμουν γυμνή δίπλα του όπως κι αυτός. Με είχε μεθύσει και με έφερε σπίτι του, με λίγα λόγια με εκμεταλλεύτηκε. Εγώ κόλλησα από εκείνη την μέρα μαζί του, τον ερωτεύτηκα, ασχέτως που αυτός δεν ένιωθε τίποτα για εμένα απλά με ήθελε για να περνάει την ώρα του, βέβαια με ερωτεύτηκε κι ας μην το παραδέχεται. Να φανταστείς δεν ήθελε να με δουν οι γονείς του, αλλά για κακή του τύχη άκουσε τις φωνές μου ένα βράδυ η μητέρα του και την επόμενη μέρα με γνώρισε. Ήξερα πως ο Βαγγέλης ήταν με άλλη κάθε βράδυ, αλλά δεν με ένοιαζε, τον αγαπούσα. Πολλές φορές με έπαιρνε τηλέφωνο τα μαύρα μεσάνυχτα ενώ ήταν μεθυσμένος γιατί ήθελε να κάνουμε σεξ, πολλές φορές ερχόταν σπίτι μου χωρίς να το ξέρω για τον ίδιο λόγο. Με έβριζε κάποιες φορές αν του έφερνα αντίρρηση για κάτι ή αν του θύμιζα την μαρία άθελα μου. Μία μέρα πήγα σπίτι του απροειδοποίητα, χωρίς να το ξέρει είχα και δικά μου κλειδιά. Κατευθυνόμουν στο δωμάτιο του, ξαφνικά άκουγα βογγητά. Η αλήθεια είναι πως δεν έμεινα έκπληκτη γιατί ήξερα, έτσι έφυγα γιατί αλλιώς θα με σκότωνε. Μία μέρα, αιμορραγούσα τόσο πολύ που ένιωθα ότι θα πέθαινα. Όσο κι αν του έλεγα να έρθει σπίτι μου γιατί δεν άντεχα, δεν ήρθε ποτέ.» Τον κοιτάει θλιμμένη. «Εκείνη τη μέρα αποφάσισα να γυρίσω πίσω, στην Ολλανδία. Δεν ήθελα να έχω καμία επαφή μαζί του. Ότι είχα περάσει εξαιτίας του, ήμουν ερωτευμένη. Είχε περάσει ένας χρόνος όταν έμαθα για εσάς έκλαιγα όλη νύχτα. Φοβόμουν για εσένα ότι μπορεί να σου φερθεί όπως φέρθηκε σε εμένα και σε τόσες άλλες. Από την μέρα που έφυγα δεν με πήρε ποτέ τηλέφωνο. Δεν θα πω ότι δεν στεναχωρήθηκα για την σχέση σας, στεναχωρήθηκα ειδικά όταν είδα ότι σε αγαπάει αληθινά. Ήθελα κι εγώ να με αγαπήσει αλλά δεν το έκανε ποτέ, με χρεισιμοποίησε με τον χειρότερο τρόπο. Αργότερα, αποδέχτηκα την αγάπη του για εσένα και την σχέση σας αλλά ήθελα να πληρώσει για αυτό που μου έκανε γι'αυτό ήθελα να σε χάσει. Ήξερα τι σημαίνεις για εκείνον. Όταν μου είχες πει ότι πήγε να σε βιάσει τρόμαξα τόσο μα τόσο πολύ, και όταν μου είπες ότι τελικά δεν υπήρχε λόγος να φοβάμαι χάρηκα.» Ολοκληρώνει με την τελευταία φράση στην οποία χαμογέλασε.

"Know Who You Are" |VK| •Book 2•Where stories live. Discover now