κεφ.5

268 13 0
                                    

Ανοίγω τα ματια μου και κοιτάζω γύρω μου.Εικόνες απο χθες περνάνε απο το μυαλό μου και προσπαθώ να ανασηκωθω,αλλα το κάψιμο στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου δεν μου το επιτρέπει.Αρχίζω να πανικοβαλλομαι,αυτό το δωμάτιο δεν είναι το δικό μου.Που βρίσκομαι;Κραταω το πίσω μέρος του κεφαλιού μου και ανακαθομαι σιγά σιγά.Σηκωνομαι απο το κρεβάτι και πάω προς την πόρτα,η οποία είναι μισανοιχτη.Επικρατεί σκοτάδι και το μονο φως που υπάρχει είναι απο το σαλόνι,το οποίο βλέπω απο το σημείο στο οποίο βρίσκομαι.Ακούω δυο αντρικές φωνές και στιριζομαι στο πομολο.
"Και γιατί την εφερες εδώ,ρε γαμωτο;Μπορεί να είναι πουτανα του δρόμου,δεν την ξέρεις καν!"φωνάζει ο ένας.
"Δεν είναι πουτανα.Επρεπε να ήσουν εκεί και να το εβλεπες.Ο άλλος ήθελε να την βιάσει,και θα το έκανε εαν δεν ήμουν εγω!Παλι καλα που κρατούσα εκείνο το μπουκάλι και μπαμ,το σπασα πανω στο κεφάλι του μπασταρδου."λέει ο δεύτερος,τον οποίο αρχίζω να συμπαθω.
"Δεν έπρεπε να ανακατευτείς.Διαολε,γιατί δεν σκέφτεσαι πριν κανεις κάτι;Και τώρα όταν ξυπνήσει τι θα κανεις;Ε;"ξαναφωναζει ο πρώτος.
"Θα της εξηγήσω τι έγινε!"φωνάζει και ο άλλος.
"Καλα,κάνε οτι γουσταρεις!Τωρα φέρνεις κάτι κοπέλες του δρόμου σπίτι,αναρωτιέμαι τι θα κανείς στη συνέχεια."λέει ο πρώτος και ακούω κάτι να πέφτει και να σπάει.
"Είναι η μόνη που έφερα σπίτι,σε αντίθεση με σένα που φέρνεις τσουλες κάθε βράδυ και τις γαμας!"φωνάζει ο συμπαθιτικος.
"Αυτές τουλαχιστον ξέρω ποιες είναι."λέει ο πρώτος και ανοίγω την πόρτα.Δεν μου δίνουν σημασία και συνεχίζουν να μαλώνουν,μέχρι που μπαίνω στο σαλόνι και γυρίζουν να με κοιτάξουν.Για λίγο επικρατεί απόλυτη ησυχία και με περιεργαζονται απο πανω ως κάτω και οι δυο.Είναι δυο αγόρια γύρω στην ηλικία μου,μπορεί λίγο μεγαλυτερα,τελείως άγνωστα σε μένα.Είναι ψηλοί και οι δυο τους,ο ένας λίγο πιο ψηλός απο τον άλλο.Μπορω να πω με σιγουρια πως δεν είναι αδερφια,ο ένας είναι ανοιχτοχρωμος ξανθος κι ο άλλος μαυρισμενος με μπουκλιστα μαύρα μαλλιά και πολλα τατουάζ.Με κοιτάνε λες και είμαι κανένα νεο ενδιαφέρον προϊόν στην τηλεοραση.Καταλαβαίνω πως ειμαι χαλιά,με το βρομικο και σκισμένο φόρεμα μου και το μαλλί σκατά και...τέλος πάντων ενα χαλι.Βάζω τα μαλλια μου πίσω απο το αυτί,μπας και φτιαξει λίγο η εικόνα.Δεν μπορω να μαντεψω ποιος είναι ο συμπαθητικός απο τους δυο,οποτε απλα τους κοιτάζω εναλλάξ όταν μιλάω.
"Συγγνώμη που διακοπτω,αλλά θα ήθελα να μάθω που βρίσκομαι."λέω ήρεμα και για λίγο συνεχίζουν απλως να με κοιτάνε,όταν ο ξανθος ξεπαγωνει.
"Εμ,ναι.Βρίσκεσαι σπίτι μας,θυμάσαι τι έγινε χθες,σωστα;"με ρωτάει και με πλησιάζει λίγο,ενω ο άλλος απλως συνεχίζει να με περιεργάζεται.Καταλαβαίνω απο την φωνη πως ο ξανθος είναι ο συμπαθητικός.Κάτι αρχίζει να μου λέει,αλλά δεν προσέχω,τα ματια μου έχουν κολλήσει στο άλλο αγόρι.Είναι τόσο παράξενος,δεν είχα δει παρόμοιον με αυτον.Μοιαζει λες και είναι απο κάποιο τροπικό νησί,έτσι μαυρισμένος που είναι.Και όμορφος.Και ο ξανθος είναι πολύ όμορφος,έχει γαλανά ματια στο χρωμα του ουρανού και προσέχω πως ακόμα μου μιλάει.
"...και έτσι τον χτυπησα και σε έφερα εδώ."ολοκληρώνει και χαμογελάει ευγενικά.
"Σ'ευχαριστω.Δεν εχεις ιδέα ποσο ευγνομων είμαι."του λέω και ξεφυσαω.
"Αρα όντως ήθελε να σε βιάσει."λέει σιγανα.
"Ναι.Ημασταν μαζί πιο παλιά και τον χωρισα.Αυτό φαίνεται να τον θύμωσε."μουρμουραω,μιας και δεν έχω την δυναμη να τα πω πιο δυνατά.
"Μπορω να πάω σπίτι;Πρεπει να είμαι στη δουλεια στις εξι."λέω και αρχίζω να περπαταω προς την πόρτα,που υποθέτω πως είναι η εξώπορτα.
"Τι;Μα είναι σκοτεινά τώρα και εισαι πτώμα."λέει και με ακολουθεί.
"Η μαμά θα με σκοτώσει."του λέω και νιώθω τα δάκρυα να τρέχουν αυτομάτως.
"Πως γίνεται να μου συνέβει αυτό;"ρωταω περισσότερο τον εαυτό μου,παρα αυτον.Στηριζομαι σε εναν τοίχο και σκουπίζω τα μάτια μου.Τον νιώθω να με πιάνει απο την μέση και να με πηγαινει πίσω στο δωμάτιο.
"Ελα,είναι τρεις τα μεσάνυχτα.Θα σε πάω εγώ στις πεντε στο σπίτι σου.Τώρα πρεπει να ξεκουραστεις."τον ακούω να λέει πριν κλείσω τα ματια μου.

*******
If you like that shit βάλε ⭐⭐
Απλως μην την παρατησετε,έχει μέλλον!!!😂

Losing My MindWhere stories live. Discover now