Πρόλογος

11.7K 286 35
                                    

Έξι χρόνια.... Έξι χρόνια ήταν παντρεμένη μαζί του αλλά τίποτα δεν θύμιζε ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Η Αλεξάνδρα Βρεττού ήταν κόρη κόρη του βουλευτή Χριστόφορου Βρεττού και κληρονόμος μια τεράστιας περιουσίας την οποία είχε στην κατοχή του ο πατέρας της. Η μητέρα της Ρεγγίνα Παπαδάκη καταγόταν επίσης από μια πολύ πλούσια οικογένεια και έτσι η Αλεξάνδρα από μικρή έμαθα να ζει έχοντας τα πάντα στα πόδια της. Ο άντρας της ο Ορέστης Αποστόλου ήταν ένας από τους πιο δυνατούς οικονομικά άντρες σε όλη την Ελλάδα με πάνω από τριάντα επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο. Έτσι η Αλεξάνδρα όχι μόνο βγήκε από το χρυσό κλουβί που ζούσε τόσα χρόνια αλλά εγκλωβίστηκε κι άλλο αφού ο άντρας της είχε πολλούς εχθρούς και ανα πάσα στιγμή θα μπορούσε να θελήσει κάποιος να τον βλάψει και όχι μόνο εκείνον αλλά και την γυναίκα του. Έξι χρόνια τώρα από τότε που τον παντρεύτηκε δεν πήγαινε πουθενά χωρις τον προσωπικό της οδηγό αλλά και έναν άντρα από την φρουρά που περικύκλωνε όλο το σπίτι. Πιο σπίτι δηλαδή... την έπαυλη του κυρίου Αποστόλου... η φυλακή της Αλεξάνδρας Ακόμα και για έναν καφέ να ήθελε να πάει με κάποια από τις κύριες τις οποίες γνώριζε έπρεπε πάντα να πήγαινει έναν άντρα της φρουράς ο οποίος ήταν διακριτικά πάντα κοντά της ανα πάσα στιγμή. Την έπνιγε η ζωή που όμως η ίδια είχε επιλέξει να κάνει. Τώρα έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες. Τον άντρα της τον έβλεπε πολύ λίγο. Μονίμως ταξίδευε για τις δουλειές του και όταν δεν ταξίδευε περνούσε πολλές ώρες στην εταιρία που διεθετε στην Αθήνα ή στο γραφείο του στο σπίτι και εκείνη.... εκείνη καθημερινά είχε να κάνει χίλια δυο πράγματα. Σαν γυναίκα του Ορέστη Αποστόλου έπρεπε να συναναστρέφεται με τις γυναίκες των συνεργατών του άντρα της και φυσικά να τον συνοδεύει σε δεξιώσεις που τους καλούσαν ενώ αρκετές φορές είχε τύχει να βρεθεί μόνη της σε κάποιες από τις δεξιώσεις αφού ο Ορέστης δεν μπορούσε λόγω δουλειάς να την συνοδεύσει κάτι που βαριόταν αφόρητα. Είχε μαθευτεί σε κάποια ζευγάρια του κύκλου τους ότι το ζεύγος Αποστόλου δεν κοιμόταν πλέον στο ίδιο δωμάτιο και αυτή ήταν η αλήθεια. Εδώ και τρία χρόνια το ζευγάρι αναχωρεί κάθε βράδυ ο καθένας στο δικό του δωμάτιο.
«Γιατί δεν κοιμόμαστε ποια μαζί Ορέστη; Τόσο σύντομα με βαρέθηκες;» Τον είχε ρωτήσει ένα μεσημέρι η Αλεξάνδρα την ώρα που έτρωγαν μαζί στον κήπο.
«Τι είναι αυτά που λες Αλεξάνδρα μου... ξέρεις ότι δεν είναι αυτό... απλά εγώ με την δουλειά κοιμάμαι πολύ αργά και για να μην σε ξυπνάω μέσα στην νύχτα κοιμάμαι σε άλλο δωμάτιο και πολλές φορές δεν κοιμάμαι και καθόλου» έδωσε την εξήγηση του ο Ορέστης πίνοντας μια γουλιά από το κρασί που κρατούσε στα χέρια του.
«Και το βρίσκεις φυσιολογικό εσυ να γινόμαστε θέμα συζητήσεις επειδή εσυ έχεις μυαλό μόνο για την δουλειά σου;»
«Αυτή η συζήτηση τελειώνει εδώ» είπε και το ύφος του σοβάρεψε. «Ποσώς με ενδιαφέρουν τα αδιάφορα σχόλια που κάνουν οι γνωστοί μας... δεν βρίσκονται μέσα στο σπίτι μας για να ξέρουν τι συμβαίνει... και οι δουλειές μου είναι πολύ σημαντικές για αυτό και ασχολούμαι με αυτές» είπε και η κουβέντα σταμάτησε.
Όταν ο Ορέστης έπαιρνε αυτό το ύφος ήξερες ότι έπρεπε να σταματήσεις γιατί αν συνέχιζες η κουβέντα θα κατέληγε σε καβγά κάτι που κανεις δεν ήθελε. Δεν ήθελες να κανεις εχθρό σου τον Αποστόλου κανεις δεν ήθελε. Οποίος τα έβαζε μαζί του πάντα κατέληγε χαμένος έτσι και η Αλεξάνδρα έκανε πάντα υποχωρήσεις στις συζητήσεις μαζί του ώστε να μην φτάνουν ποτε σε σημείο να μην μιλιούνται. Ήταν έξι χρόνια σε ένα χρυσό κλουβί όπως έλεγε. Μπορούσε να έχει ότι θέλει να πηγαίνει όπου θέλει αλλά την έπνιγε το γεγονός ότι πάντα έπρεπε να ήταν κάποιος μαζί της. Ακόμα και για μια απλή βόλτα στους δρόμος κοντά στην έπαυλη έπρεπε να συνοδεύεται.
«Είσαι η γυναίκα μου Αλεξάνδρα και αν κινδυνεύω εγώ κινδυνεύεις το ίδιο και εσυ» έλεγε κάθε φορά που εκείνη διαμαρτυρόταν για την φρουρά που την περικύκλωνε όταν ήθελε να βγει.
«Ναι αλλά δεν μπορώ να πάρω ανάσα έτσι... με πνιγεί όλο αυτό το καταλαβαίνεις; Θέλω να βγω μια βόλτα να ηρεμήσω και εγώ πάντα δυο μάτια καρφωμένα πάνω μου» συνέχισε να διαμαρτύρεται εκείνη αλλά ο Ορέστης δεν το διαπραγματευόταν.
«Τα ήξερες πολύ καλά όλα αυτά όταν δέχτηκες να με παντρευτείς» της έλεγε ασυγκίνητος και εκείνη κατέληγε πάντα να φεύγει θυμωμένη από το τραπέζι με προορισμό το δωμάτιο της.
Έτσι ήταν η ζωή της αυτά τα έξι χρόνια. Οι σχέσεις με τον άντρα της είχαν καταντήσει χειρότερες και από τυπικές και εκείνη ένιωθε μόνη μέσα στο σπίτι που εκείνη επέλεξε να ζήσει. Η μόνη της παρηγοριά ήταν Αρετή της. Το μωρό της το λουλούδι της... η ζωή της όλη. Το μόνο το παιδί της.. της έδινε χιλιάδες λόγους για να συνεχίσει να ζει. Η μικρή της τώρα κόντευε να γίνει εξι χρονων και έμοιαζε πολύ στην μαμα της μα είχε τον χαρακτήρα και την δυναμικότητα του Ορέστη και αυτός ήταν ένας φοβερός συνδυασμός... Ήταν όμορφη αλλά και πολύ έξυπνη και αυτό θα την βοηθούσε πολύ αν στο μέλλον ήθελε να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις του πατέρα της και ο Ορέστης δεν έκρυβε ποτε την αδυναμία που είχε στην κόρη του αλλά και η μικρή Αρετή δεν πήγαινε πίσω. Τον λάτρευε τον πατέρα της και φρόντιζε πάντα να του το δείχνει με διάφορους τρόπους. Η Αλεξάνδρα ένιωθε παρείσακτη μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Δεν έλεγε ότι το παιδί της δεν την αγαπούσε αλλά... φαινόταν η αδυναμία της προς τον πατέρα της και το αποδέχτηκε ότι μια ζωή έτσι θα ζούσε και έπρεπε να χαίρεται έστω και με αυτά που είχε.

Συμφωνία ΓάμουWhere stories live. Discover now