Το προσωπικό ετοίμαζε και καθάριζε το σπίτι από νωρίς το πρωί. Η Αλεξάνδρα είχε τους είχε δει όταν για μια και μοναδική φορά βγήκε από το δωμάτιο της. Ήταν εκεί μέσα από χθες το πρωί που την είχε πάει ο Μαριος μέχρι εκεί. Σήμερα είχαν και αυτόν τον καλεσμένο που της έλεγε η μητέρα της. Δεν ήθελε να κατέβει να φάει μαζί τους και μάλλον έτσι θα γινόταν... δεν ήταν σε θέση. Ο Μάρκος την έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνο της εσυ έστελνε μηνύματα αλλά δεν απάντησε σε κανενα από αυτά. Πήγε μέχρι εκεί. Μέχρι το σπίτι σπίτι της. Εκείνη δεν τον άκουσε αρχικά όμως τον άκουσε ο πατέρας της. Ήταν έξω από την πύλη του σπιτιού φωνάζοντας το όνομα της ενώ οι φρουροί προσπαθούσαν να τον απομακρύνουν. Ο Χριστόφορος άκουσε τις φωνές και βγήκε γρήγορα έξω για να μην προλάβει να τον ακούσει και η κόρη του.
«Τι κανεις εσυ στο σπίτι μου;» Του είπε αυστηρά αλλά χαμηλόφωνα ο Χριστόφορος.
«Θέλω να την δω να της εξηγήσω» φώναζε εκείνος.
«Μας είπε τι της έκανες... δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα»
«Δεν έκανα τίποτα... αυτή... αυτή η κοπέλα είπε πως έχει κάτι για εμένα και μετά άρχισε να γδύνεται και να...»
«Την σταμάτησες; Της είπες να φύγει;» Παρενέβη ο Χριστόφορος πριν προλάβει ο Μάρκος να τελειώσει την πρόταση του.
Δεν μίλησε. Ο Χριστόφορος τον είχε στριμώξει καλά. Ήξερε πολύ καλά τι έκανε όταν έστηνε το σχέδιο του. Τώρα δεν υπήρχε γυρισμός. Η Αλεξάνδρα τον μισούσε...
«Ακριβώς μικρέ... για αυτό άσε ήσυχη την κόρη μου και φύγε» του είπε απόλυτα ήρεμος.
«Θέλω να της μιλήσω» φώναξε εκείνος.
«Άκου να δεις αλήτη και βάλτο καλά στο μυαλό σου... μπορώ να κάνω ότι περνάει από το μυαλό σου για να μείνεις μακριά από την κόρη μου... ακόμα και να βάλω άνθρωπο να σε καθαρίσει... για αυτό μείνε μακριά από την κόρη μου αλλιώς δεν θα ξανά δεις το φως της μέρες το κατάλαβες;» Του είπε με βλέμμα όλο θυμό και λόγια γεμάτα αλήθεια.
Θα έκανε τα πάντα για να μην ξανά δει την κόρη του με αυτόν τον άνθρωπο. Έφυγε χωρις να πει άλλη κουβέντα. Καταβαθος το ένιωθε και εκείνος πως είχε τελειώσει. Έστω και αν υπήρχε μια ελπίδα να τον δεχτούν οι γονείς της μετά από αυτό χάθηκε και αυτή. Έφυγε από εκεί νικημένος και δεν επέστρεψε. Συνέχισε όμως να ζει μέσα στο σπίτι που για δυο χρόνια ζούσε με την γυναίκα που αγαπούσε και που είχα πληγώσει βαθιά.
Ο Χριστόφορος αφού είχε καταφέρει να διώξει τον Μάρκο μπήκε νικητής στο σπίτι του και είδε την κόρη του να κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες.
«Αλεξάνδρα τι συμβαίνει;» Ρώτησε αδιάφορα ο πατέρας της και ευχοταν να μην είχε δει τον Μάρκο που πριν λίγο ήταν εδώ.
«Νομίζω..... νομίζω πως άκουσα την φωνή του Μάρκου» είπε κάπως διστακτικά.
«Γλυκιά μου ήμουν έξω τώρα... ήταν ο φρουρός κάτι με ήθελε» προσπάθησε να δικαιολογήσει ο Χριστόφορος.
«Μα είμαι σίγουρη ότι την ακούσα»
«Αλεξάνδρα μου ακόμα και έτσι να ήταν γιατί να τρέξεις για να τον δεις μετά από ότι σου έκανε» της είπε και την έβαλε σε σκέψεις.
«Έχεις δίκιο» είπε και γύρισε ξανά στο δωμάτιο της μέσα στο οποίο ξέσπασε σε κλάματα κάτι που έκανε συχνά από την μέρα που γύρισε εκεί.
Δεν άφησε κανέναν να την δει να κλαίει ξανά. Το κλάμα έδειχνε αδυναμία και δεν έπρεπε να αφήσει την μητέρα της να πιστεύει πως ήταν αδύναμη. Θα στεκοταν στα πόδια της μόνο και μόνο για να αποδείξει στην μητέρα της ότι έχει άδικο όταν της λέει ότι κάνει πάντα τις λάθος επιλογές... ότι εκείνη ήταν πάντα τέλεια ενώ αυτή όχι. Θα γινόταν τέλεια όχι για εκείνη αλλά για τα μάτια της μάνας της και όταν θα ήταν μόνη της θα μπορούσε να είναι ξανά ο εαυτός της. Να ντύνεται όπως θέλει να αφήνει τα μαλλιά της ατημέλητα και να κάνει τρελες όπως κάνουν όλα τα κορίτσια της ηλικίας της εκτός από αυτά της "καλής κοινωνίας".
Ήταν όμως και αυτή μέρος αυτής της κοινωνίας και όφειλε να αφήνει τους πάντες πάντα με καλή εντύπωση για εκείνη. Το δείπνο που είχε προγραμματιστεί για το βράδυ θα ήταν σίγουρα άλλο ένα από αυτά τα βαρετά βραδια που ο πατέρας της καλούσε κάποιον συνεργάτη και μιλούσαν πάντα για δουλειές αδιαφορώντας για την παρουσία των άλλων δίπλα τους. Δεν ήθελε καθόλου να βρεθεί σε αυτό το τραπέζι και θα έκανε κάτι για να μην είναι εκεί. Ίσως να το έπαιζε άρρωστη πάντα πιάνει αυτό. Ναι αυτό θα έκανε. Θα έλεγε ότι δεν νιώθει πολύ καλά για να μείνει πάνω στην ησυχία του δωματίου της. Η ησυχία αυτή όμως για την ώρα χάλασε όταν μπήκε στο δωμάτιο η μητέρα της.
«Γλυκιά μου... δεν θα έρθεις να φάμε;»
«Τσίμπησα κάτι πιο πριν δεν θέλω» της απάντησε αδιάφορα.
«Αλεξάνδρα δεν τρως καθόλου αγάπη μου» παραπονέθηκε η μητέρα της.
«Είμαι εντάξει μαμα... αλήθεια»
«Καλά όπως θες... κάνε μου όμως μια χάρη... βρες τι φόρεμα θα βάλεις το βράδυ στο δείπνο για να τα δώσω στην Μάρθα να τα τακτοποιήσει»
«Εντάξει μαμα θα το βρω τώρα» της απάντησε.
«Ο καλεσμένος μας είναι σοβαρός και μετρημένος άνθρωπος... όχι προκλητικά αλλά ούτε και πολύ σεμνά»
«Ποιος θα έρθει μαμα;»
«Ο Αποστόλου»
«Ποιος είναι αυτός;»
«Δεν ξέρεις τον Ορέστη Αποστόλου;»
«Θα έπρεπε;»
«Αλεξάνδρα είναι ένας από τους πλουσιότερους άντρες του κόσμου»
«Πολύ ενδιαφέρον»
«Άντε σηκω να βρεις το φόρεμα σου και να το πας στην Μάρθα» είπε και έφυγε από το δωμάτιο.
Τυπικά και μόνο άνοιξε την ντουλάπα της και έψαξε τα αμέτρητα φορέματα της για να βρει ένα ιδανικό για το σημερινό δείπνο. Το σχέδιο της ήταν απλο. Θα ήταν όλα έτοιμα για το αποψινό και τελευταία στιγμή θα έκανε την αδιάθετη και θα εμενε στην φωλιά της... στην μοναξιά της. Μόνο αυτό είχε ανάγκη τώρα... την μοναξιά. Πήρε ένα από τα αγαπημένα της φορέματα. Ένα μακρύ μαύρο φόρεμα μπορεί να φαινόταν στο μάτι ένα απλο φόρεμα αλλά ο πατέρας το είχε κάνει ειδική παραγγελία από έναν διάσημο σχεδιαστή στο Παρίσι για τα δέκατα έβδομα γενέθλια της και κόστιζε μια περιουσία. Δεν το σκέφτηκε παραπάνω πηρε το φόρεμα και το πήγε στην Μάρθα να το πλύνει και να το σιδερώσει για να μπει ξανά στην ντουλάπα της. Επιστρέφοντας στο δωμάτιο της έπεσε στο κρεβάτι της που ήταν το μόνο μέρος που ήθελε να βρίσκεται τις τελευταίες μέρες και την πήρε ο ύπνος χωρις να το καταλάβει.
Ξύπνησε μετά από ώρα και χρειάστηκε λίγα λεπτά για να συνειδητοποιήσει πως είχε κοιμηθεί. Κοίταξε γύρω της και είδε κρεμασμένο έξω από τον ντουλάπα της το φόρεμα που υποτίθεται πως θα φορούσε το βράδυ. Η πόρτα χτύπησε και την επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Ναι» είπε μόνο και στο δωμάτιο μπήκε ο Μαριος.
Δεν θυμόταν να τον είχε δει πολλές φορές να είναι ντυμένος αθλητικά η λιγότερο επίσημα από σήμερα. Λόγω της δουλειάς του φορούσε πάντα τα κοστούμια του και δεν ξεχώριζε σήμερα.
«Ακόμα στο κρεβάτι είσαι; Σε μια ώρα θα έρθει ο καλεσμένος του μπαμπά» της είπε και κάθισε στο κρεβάτι δίπλα της.
Κοίταξε την ώρα. Είχε πάει οχτώ. Τελικά κοιμόταν αρκετή ώρα.
«Ναι με πήρε ο ύπνος δεν είμαι πολύ καλά»
«Τι έχεις;»
«Πονοκέφαλο... δεν ξέρω αν θα κατέβω»
«Ξέρω ότι δεν είσαι σε καλή διάθεση για τέτοια... άστο πάνω μου θα τακτοποιήσω εγώ την μαμα... εσυ ξεκουράσου εντάξει;» Της είπε και την φίλησε απαλά στο μέτωπο.
«Ευχαριστώ πολύ Μάριε»
«Πάντα στην διάθεση σου» είπε και έφυγε από το δωμάτιο.
Ήξερε καλά την αδερφή του. Βέβαια καλό θα της έκανε να δει λίγο κόσμο μαζεμένο να μιλήσει να γελάσει αλλά ο καθένας πονάει διαφορετικά. Εκείνη ήθελε να είναι μόνη και το σεβάστηκε.
«Που είναι η Αλεξάνδρα Μάριε;» Τον ρώτησε η Ρεγγίνα όταν τον είδε να κατεβαίνει από το δωμάτιο της.
«Δεν θα κατέβει.... την άφησα να κοιμηθεί δεν είναι πολύ καλά» της απάντησε και δεν ήταν και απόλυτα ψέμα αυτό.
Δεν ήταν αυτή η Αλεξάνδρα που ήξερε. Η αδερφή του πάντα χαμογελούσε ακόμα και αν όλα πήγαιναν στραβά και πάντα έκανε τα πράγματα να φαίνονται τόσο καλά ακόμα και αν ήταν όλα χάλια. Και τώρα έχασε και το χαμόγελο αλλά και την αισιοδοξία της.
«Τι έχει;»
«Μαμα... μπορεί να μην θες να το δεχτείς αλλά αγαπούσε... και τον αγαπούσε πολύ... ήταν δυο χρόνια μαζί και την πονάει... μην την πιέζεις να κάνει πράγματα που δεν θέλει γιατί το ξέρεις και εσυ ότι δεν θέλει να είναι στο δείπνο... αστη να ηρεμήσει... μόνο έτσι θα της περάσει» της εξήγησε και για πρώτη φορά φάνηκε να καταλαβαίνει ότι η κόρη της είχε και ανάγκες και όχι μόνο υποχρεώσεις.
«Εντάξει θα την αφήσω... θα πούμε ότι άρρωστη εντάξει;» Είπε στον Μάριο και εκείνος χαμογέλασε συνοδεύοντας την μέχρι την τραπεζαρία για να υποδεχτούν σε λίγο τον καλεσμένο τους ο οποίος δεν άργησε ούτε λεπτό. Πάντα συνεπείς στα ραντεβού του.
«Ορέστη... καλώς ήρθες ξανά στο σπιτικό μας» του είπε ο Χριστόφορος και έδωσαν τα χέρια.
«Χαρά μου να βρίσκομαι κοντά σε καλούς συνεργάτες αλλά και φίλους» του απάντησε εκείνος και προχώρησαν προς την τραπεζαρία.
«Την γυναίκα μου την γνώρισες την προηγούμενη φορά.... Αυτός είναι ο γιος ο Μαριος και η γυναίκα του Βασιλική»
«Χάρηκα παρα πολύ» είπε ο Ορέστης ευγενικά και φίλησε το χέρι της οικοδέσποινας και μετά της άλλης όμορφης κυρίας που βρισκόταν εκεί.
«Η κόρη μου δυστυχώς δεν θα μπορέσει να είναι εδώ είναι λίγο αδιάθετη» δικαιολογήθηκε ο Χριστόφορος καθώς έπαιρναν τις θέσεις τους στο τραπέζι.
«Δεν πειράζει Χριστόφορε... η υγεία είναι πάνω από όλα»
Η απέναντι θέση από αυτή που καθόταν ο Ορέστης ήταν κενή. Υπέθεσε πως αυτή θα ήταν η θέση της κόρης του Βρεττού.
Όσο κάτω στην τραπεζαρία συζητούσαν και γελούσαν για διαφορα θέματα η Αλεξάνδρα είχε σηκωθεί από το κρεβάτι της είχε φτιάξει τα μαλλιά της είχε ντυθεί και βαφτεί και ήταν έτοιμη να κατέβει να φάει με τους δικούς της αλλά κα τον καλεσμένο τους. Το σκέφτηκε πολύ πριν το κάνει αυτό... Δεν είχε τίποτα να χάσει. Έτσι και αλλιώς και στο δωμάτιο της δεν έκανε τίποτα και ο ύπνος δεν την ξανά έπαιρνε. Κοίταξε το πρόσωπο της στον καθρέφτη και αφού χαμογέλασε βγήκε από το δωμάτιο της και πήγε προς την τραπεζαρία. Μια άγνωστη φωνή ακουγοταν καθώς πλησίαζε και μετά γινόταν τόσο οικεία σαν να την ήξερε. Μάλλον θα έκανε λάθος.
«Με συγχωρείται για την καθυστέρηση ένιωθα κάπως καλύτερα και δεν θεώρησα σωστό να μην κατέβω» είπε γλυκα και ευγενικά.
Ο καλεσμένος του πατέρα της είχε γυρισμένο το κεφάλι του προς εκείνον γιατί κάτι του έλεγε μα όταν άκουσε την φωνή της γύρισε και την κοίταξε.
«Εσυ...» κατάφερε μόνο να πει όταν είδε το πρόσωπο του.
Για αυτό η φωνή του της φαινόταν οικεία. Τον ήξερε. Αλλά που να ξέρει ότι ήταν ο ίδιος άνθρωπος που την είχε βοηθήσει πριν λίγες μέρες.
«Συγγνώμη Γνωρίζεστε;» Ρώτησε η Ρεγγίνα με απορία και τα μάτια της Αλεξάνδρας στράφηκαν προς τον Ορέστη σαν να τον παρακαλούν να μην πει την αλήθεια.
«Ναι... την είχα συναντήσει τυχαία στον δρόμο... ήμουν έξω για δουλειές και από την βιασύνη μου καταλαθος έπεσα πάνω της... όμως τότε δεν είχαμε την ευκαιρία να γνωριστούμε» απάντησε και η Αλεξάνδρα ανακουφίστηκε.
«Ορέστης Αποστόλου» είπε.
«Αλεξάνδρα Βρεττού» είπε και εκείνη και όπως πάντα έδωσε ένα απαλό φιλί στο χέρι της πριν εκείνη καθίσει στην θέση της απέναντι του.
Δεν πίστευε ότι είχε συμβεί αυτό. Αυτή η κοπελα ήταν η ίδια με εκείνη την πληγωμένη με τα κατακόκκινα μάτια που είχε συναντήσει. Ήταν ακόμα πιο όμορφη από ότι την θυμόταν.
«Λοιπόν Αλεξάνδρα με τι ασχολείσαι;»
«Όχι με κάτι ιδιαίτερο... μ αρέσει όμως πολύ η ζωγραφική και ότι αφορά την τέχνη και λατρεύω τα ταξίδια»του απάντησε χαμογελαστή η Αλεξάνδρα.
«Ταξίδια... όντως είναι ωραίο να ταξιδεύεις»
«Εσείς κύριε Αποστόλου θα πρέπει να ταξιδεύετε πολύ λόγω δουλειάς... θα πρέπει να έχετε πάει παντού»
«Θα σου απαντήσω μόνο αν κόψεις τον πληθυντικό.... εκτός και αν με θεωρείς κανέναν γερό τότε θα το δεχτώ»
«Όχι και γερό... έτσι είναι οι γέροι Ορέστη;» Του είπε και εκείνος χαμογέλασε.
Δεν έλεγε λόγια του αέρα. Ήταν πράγματι ένας πολύ γοητευτικός άντρας ο Ορέστης και αν δεν έκανε λάθος από κάποια κουτσομπολιά και που είχε ακούσει ή είχε διαβάσει πρέπει να ήταν γύρω στα εικοσιοκτώ. Πολύ νέος για τόση επιτυχία στα οικονομικά αλλά όταν τα διάβαζε αυτά δεν την ενδιέφερε να ψάξει παραπάνω για αυτό και ποτε δεν μπόρεσε να συνδυάσει όνομα και πρόσωπο.
«Για να απαντήσω λοιπόν στην ερώτηση σου ναι ταξιδεύω πολύ λόγω δουλειάς αλλά ποτε δεν ευχαριστιέμαι τα ταξίδια γιατί είναι μόνο δουλειά και δεν έχω πάει ποτε σε κάποιο νησί της Ελλάδας»
«Δεν σε πιστεύω... δηλαδή η ζωή σου είναι μόνο δουλειά; Καθόλου διασκέδαση; Έχουμε τόσα όμορφα νησιά δεν θέλησες ποτε σου να δεις ένα από αυτά;»
«Είμαι πολυάσχολος και δεν είναι ότι δεν θέλω αλλά δεν προλαβαίνω»
«Αν υπάρχει η θέληση όλα μπορούν να γίνουν» του απάντησε και ήπιε μια γουλιά από το κρασί της ενώ εκείνος την μιμήθηκε.
Ήταν τόσο έξυπνη και πάντα είχε έτοιμη μια απάντηση. Μπορεί να είχε την ομορφιά της μαμάς της μα είχε το μυαλό του πατέρα της. Έξυπνη και δυνατή. Μα όλοι οι δυνατοί χαρακτήρες κάποτε λυγίζουν. Εκείνη είχε λυγίσει αλλά γεννήθηκε πιο δυνατή μετά από αυτό.
Η βραδια κύλησε πολύ ομαλά και όμορφα κάτι που η Αλεξάνδρα δεν περίμενε. Ο Ορέστης μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που βάζει πάνω από όλα τις δουλειές του αλλά είναι επίσης και ένας ευχάριστος άνθρωπος με τον οποίο μπορείς να συζητήσεις για χιλιάδες θέματα χωρις να βαρεθείς. Η ώρα είχε περάσει αρκετά και ο Ορέστης σηκώθηκε να χαιρετήσει και να φύγει.
«Ήταν όλα υπέροχα Χριστόφορε ευχαριστώ» είπε και έδωσαν για άλλη μια φορά τα χέρια.
«Αλεξάνδρα μπορείς σε παρακαλώ να συνοδευσεις τον Ορέστη μέχρι έξω;»
«Χαρά μου» είπε και βγήκαν μαζί μέχρι την πύλη του σπιτιού όπου εκεί περίμενε ο Ορέστης τον οδηγό του.
Έκανε λίγο κρύο και ο Ορέστης κατάλαβε πως η Αλεξάνδρα κρύωνε λίγο.
«Έλα πάρε αυτό... θα κρυώσεις» είπε και της έδωσα το σακάκι του.
«Ευχαριστώ» του είπε χαμογελώντας «και Ορέστη... ευχαριστώ που δεν είπες πριν στην μητέρα μου για την τυχαία πρώτη μας συνάντηση»
«Για να σκεφτώ πως να με ευχαριστήσεις» είπε και έκανα πως σκέφτεται ενώ εκείνη γέλασε ελαφρά. «Σου αρέσει η θάλασσα;»
«Την λατρεύω»
«Ωραία... την Πέμπτη θα έρθω να σε πάρω... θα με συνοδευσεις σε μια βόλτα στην θάλασσα»
«Την Πέμπτη εεεε;»
«Έχεις κάτι καλύτερο να κανεις;»
«Όχι» απάντησε εκείνη λακωνικά και τότε ένα αυτοκίνητο φάνηκε έξω από την πύλη.
Πρέπει να ήταν ο οδηγός του Ορέστη.
«Τα λέμε την Πέμπτη λοιπόν» της είπε και πήγε προς το αυτοκίνητο.
«Ορέστη...το σακάκι σου» φώναξε όταν εκείνος μπήκε στο αυτοκίνητο.
«Κρατά το... θα είναι η επιβεβαίωση ότι θα σε δω την Πέμπτη για να μου το δώσεις» της είπε και το αυτοκίνητο σιγά σιγά χανόταν από το οπτικό της πεδίο ενώ ένα μεθυστικό αρρωμα άρχισε να μυρίζει από το σακάκι που κρατούσε.