Κεφάλαιο 5

3.2K 169 33
                                    

«Ναι» είπε έχοντας το ακουστικό στο αυτί του.
«Βλέπω μας κατάλαβες αμέσως... αυτό είναι καλό... δεν θα χρειάζεται να γνωριζόμαστε κάθε φορά» του είπε αυτή η βαριά αντρική φωνή του σίγουρα είχε υποστεί παραλλαγές γιατί αποκλείεται να υπήρχε άνθρωπος που να έχει τέτοια φωνή...
Ακουγόταν πιο πολύ σαν ρομπότ παρα για άνθρωπος. Οποίοι και να ήταν αυτοί οι τύποι ξέρουν πολύ καλά τι να κάνουν για να καλύπτουν πάντα τα ίχνη τους.
«Για την ακρίβεια εσυ γνωρίζεις εμένα άρα το παιχνιδάκι με τις γνωριμίες ήταν λάθος» του είπε ειρωνικά ο Ορέστης αν και δεν θα έπρεπε να έχει διάθεση για τέτοιου είδους παιχνίδια όταν ήξερε ότι η ζωή της γυναίκας του κρεμόταν από τα χέρια τους.
«Εσυ ξέρεις αυτά που πρέπει όπως το ότι η ζωή της γυναίκας σου είναι στα δικα σου χέρια αν αυτό σε ενδιαφέρει» ακούστηκε απειλητική η άγνωστη φωνή.
«Φυσικά και με ενδιαφέρει» ακούστηκε τώρα θυμωμένη η φωνή του Ορέστη.
«Ναι; Γιατί η γυναίκα σου μας λέει ότι δεν πρόκειται να κανεις τίποτα για να την πάρεις πίσω γιατί δεν σε νοιάζει» είπε η άγνωστη φωνή και η καρδιά του έγινε χίλια κομμάτια.
Το είχε πει ή έτσι έλεγαν για να τον κάνουν μα λυγίσει; Αλήθεια αυτά πίστευε η γυναίκα του για εκείνον; Ότι δεν την νοιαζόταν; Ότι δεν την ήθελε; Αλήθεια ίσχυαν όλα αυτά ή έτσι του έλεγαν; Μα τι ανόητος που ήταν ώρες ώρες... Φυσικά και έλεγαν την αλήθεια. Πόσες φορές στο παρελθόν του είχε πει ότι την παντρεύτηκε μόνο και μόνο γιατί ήταν μια καλή σύζυγος ώστε να έχει και καλή εικόνα.. Πόσες φορές του είχε πει ότι την παντρεύτηκε μόνο και μόνο για να είναι εντάξει στις δουλειές του. Είχαν δίκιο... Ήταν σίγουρος ότι η Αλεξάνδρα το είχε πει... ότι δεν την νοιαζόταν και αυτό τον πονούσε... τον πονούσε περισσότερο από όσο μπορούσε ο ίδια να φανταστεί.
«Θέλω να μιλήσω στην γυναίκα μου» είπε απαιτητικά.
«Αυτό δεν γίνεται στην γυναίκα σου θα ξανά μιλήσεις μόνο όταν κανεις όλα όσα σου πούμε»
«Τότε ακούω τι πρέπει να κάνω» είπε αποφασιστικά.
«Για αρχή θελουμε 500.000 ευρώ μετρητά τα οποία θα τα παραδώσεις εσυ ο ίδιος σε μαύρο σάκο σε ένα μπαρ που έχουμε ένα γνωστό φιλαράκι... θα σου στείλω την διεύθυνση... Η παράδοση θα γίνει αύριο το βράδυ στις δέκα και θα πας μόνος... Και μην κάνεις κανένα αστείο και φωνάξεις τους μπάτσους γιατί δεν θα ξανά δεις ποτε την γυναίκα σου ούτε ζωντανή αλλά ούτε και νεκρή» του είπε ξανά απειλητικά και η γραμμή έπεσε χωρις ο Ορέστης να προλάβει να πει κάτι.
Δεν χρειάστηκε όμως να πει και κάτι. Ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να την πάρει πίσω... ακόμα και αν χρειαζόταν να κινήσει γη και ουρανό θα την έπαιρνε πίσω. Η ζωή της ήταν στα χέρια τους και αφού δεν έπρεπε να εμπλακεί η αστυνομία έτσι θα γινόταν. Ήταν έτοιμος εκείνη την στιγμή να πάρει τηλέφωνο στην τράπεζα και να ζητήσει να του έχουν έτοιμα τα χρήματα και να του κάνουν την παράδοση στο σπίτι αν δεν τον διέκοπτε ένα άλλο τηλεφώνημα. Ήταν ο αδερφός της Αλεξάνδρας ο οποίος έλειπε στο εξωτερικό για ένα μικρό ταξίδι με την γυναίκα του και τον γιο του για θέματα δουλειάς και πιθανότητα να μην ήξερε τι συνέβαινε εδώ.
«Μάριε... τι ευχάριστη έκπληξη» είπε και προσπάθησε να προσθέσει μια δόση χαράς στον τόνο της φωνής του.
«Πως είσαι Ορέστη; Καιρό έχω να σε δω»
«Πράγματι... δουλειές εσυ δουλειές εγώ... δεν έχεις περάσει και από το σπίτι όπως συνήθιζες»
«Όπως είπες και πριν δουλειές φίλε μου.. γύρισα νωρίς το πρωί σήμερα και στο σπίτι τωνμ γονιών μου δεν βρήκα κανέναν... και η Αλεξάνδρα δεν απαντάει στο κινητό της για αυτό πήρα εσένα» του εξήγησε ο Μαριος και ο Ορέστης σταμάτησε για λίγο για να σκαφτεί τι θα πει.
Θα του έλεγε την αλήθεια αυτό ηταν σίγουρο αλλά δεν ήθελε να το κάνει από το τηλέφωνο. Έπρεπε να έρθει από εδώ να μιλήσουν πρόσωπο με πρόσωπο.
«Οι γονείς σου είναι στο σπίτι μου και εγώ τώρα φεύγω από την εταιρία... δεν έρχεσαι καμία βόλτα από εκεί να σε δούμε;»
«Δεν είναι κακή ιδέα... έρχομαι τώρα» του είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Αμέσως μόλις έκλεισε με τον Μάριο τηλεφώνησε στην τράπεζα και κανόνισε αύριο το απόγευμα να του έχουν παραδόσει στο σπίτι τα λεφτά που είχε ζητήσει καθως έμπαινε ατο αυτοκίνητο του και ο Χρήστος ξεκίνησε για το σπίτι.Και η φρουρά θα ήταν επίσης ενημερωμένη για την άφιξη του ανθρώπου που θα έφερνε τα λεφτά για να μην γίνει έλεγχος. Δεν χρειαζόταν να ξέρει κανεις ότι πήρα τόσα λεφτά από την τράπεζα. Τώρα έπρεπε να μιλήσουν και στον Μάριο αλλά πρώτα προετοίμασε τα πεθερικά του για την άφιξη του. Φυσικά δεν τους είπε τίποτα για το δεύτερο τηλεφώνημα και για το πρώτο τους αίτημα... Δεν είπε τίποτα... όχι ακόμα... Μπήκε στο σπίτι και πήγε κατευθείαν στο σαλόνι για να τους βρει και να τους ανακοινώσει αυτό που έπρεπε.
«Χριστέ μου... το παιδί... με όλα αυτά που έγιναν τον ξέχασα τελείως» αναφώνησε η Ρεγγίνα.
«Ο Μαριος έρχεται από εδώ και δικαιούται να ξέρει... από τότε που παντρεύτηκα την Αλεξάνδρα είναι φίλος και μου έχει σταθεί και εσείς ξέρετε πιο καλά από όλους ποσό αγαπάει την αδερφή του ο Μαριος»
«Έχει δίκιο ο Ορέστης Ρεγγίνα» της είπε και ο άντρας της.
Δεν ήταν ότι δεν ήθελε να μιλήσει στον Μάριο... ήταν ότι η Βασιλική ήταν για δεύτερη φορά έγκυος και ένα γεγονός σαν αυτό θα έφερνε την αναστάτωση και στο δικό τους σπίτι και αυτό δεν θα ήταν και το καλύτερο για μια έγκυο και μητέρα. Η αναμονή μέχρι την άφιξη του Μαριου ήταν μικρή. Ο Ορέστης είχε ήδη ενημερώσει την φρουρά για τον ερχομό του και η Άννα με το που έφτασε ήταν στην πόρτα για να του ανοίξει και να τον καλωσορίσει με ευγένεια και χαμόγελο όπως έκανε με όλους όσους περνούσαν την πόρτα αυτού του σπιτιού. Η Άννα τον οδήγησε μέχρι το σαλόνι και ενώ εκείνος είχε μπει με χαμόγελο στο σπίτι  αργότερα όταν έφτασε στο σαλόνι και είδε τα πρόσωπο όλων το χαμόγελο του πάγωσε. Κοίταξε γύρω του. Η Αλεξάνδρα και το παιδί δεν ήταν εκεί.
«Τι συμβαίνει; Τόσο πολύ χαρήκατε που με είδατε;» Αστειεύτηκε αλλά κανεις δεν άλλαξε έκφραση στο προσώπου του.
Κανεις δεν προσπάθησε ούτε καν να γελάσει. Το άφησε να περάσει έτσι και ξανά έριξε μια μάτια γύρω του. Δεν είχαν πει στην Αλεξάνδρα ότι θα ερχόταν; Που ήταν;
«Η Αλεξάνδρα; Η Αρετή; Δεν ξέρουν ότι ήρθα;» Έκανα μια σειρά από πολλές ερωτήσεις.
«Η Αρετή είναι στον κήπο με την Γεωργία» απάντησε ο Ορέστης αλλά όχι σε όλες της ερωτήσεις και αυτό ήταν που προβλημάτισε τον Μάριο ακόμα περισσότερο.
«Η αδερφή μου;»
Είχε έρθει και η δύσκολη ερώτηση.
«Κάτσε παιδί μου» του είπε ο πατέρας του και έκανε χώρο για να πάει να κάτσει δίπλα του όμως δεν κουνήθηκε από την θέση του.
Κατάλαβε ότι κάτι είχε συμβεί αλλά δεν πήγαινε ο νους του σε κάτι τόσο τραβηγμένο.
«Που είναι η Αλεξάνδρα; Έπαθε κάτι;» Ρώτησε τώρα ανήσυχος ενώ ο Ορέστης του είπε και εκείνος να καθίσει πριν ξεκινήσουν να του λένε το τι είχε συμβεί.
Αυτή την φορά υπάκουσε και κάθισε δίπλα στον πατέρα του περιμένοντας να ακούσει αυτά που είχαν να του πουν.
«Ακούω»
Ο Ορέστης ξεκίνησε να του εξηγεί τι είχε γίνει και το πως είχε γίνει αφού είχε περάσει από πλήρη ανάκριση τον οδηγό και τον σοφέρ που ήταν μαζί με την Αλεξάνδρα την προηγούμενη μέρα.   Μετά ο Χριστόφορος του είπε για το τηλεφώνημα που δέχτηκε ο Ορέστης. Η Ρεγγίνα δεν μιλούσε. Απλά άκουγε την ιστορία ξανά.
«Τι μου λέτε δηλαδή; Ότι η αδερφή μου κινδυνεύει; Να πάμε στην αστυνομία.. κάτι θα κάνουν»
«Όχι» είπε φωνάζοντας αυστηρά ο Ορέστης.
«Ορέστη εσυ είσαι λογικός άνθρωπος... δεν μπορούμε να καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια και να μην κάνουμε τίποτα και απλά να περιμένουμε να μας πουν τι θέλουν» είπε και είχε απόλυτο δίκιο όμως δεν μπορούσε να το ρισκάρει.
Είχαν πει όχι αστυνομία και έτσι θα γινόταν.
«Ήταν ξεκάθαροι Μάριε... όχι αστυνομία... μπορεί να της κάνουν κακό.... δεν μπορώ να το ρισκάρω» δικαιολογήθηκε και ο Μαριος έκανε πίσω.
Από την μια μεριά ο Ορέστης είχε δίκιο. Δεν μπορούσαν να ρισκάρουν. Δεν ήξεραν καν ποιοι ήταν αυτοί οι τύποι και τι ήταν ικανοί να κάνουν. Μπορεί να το εννοούσαν μπορεί να την σκότωναν. Αλλά και πάλι μπορεί και όχι ποτε δεν ξέρεις. Το θέμα ήταν ο η αστυνομία ήταν ρίσκο για αυτό και δεν μπήκε στο παιχνίδι τουλάχιστον για την ώρα. Αν τα πράγματα χειροτέρευαν αργότερα τότε δεν θα υπήρχε άλλη λύση.
Προς το παρόν ο Ορέστης ένιωθε πως έχει παντού εχθρούς. Για να πήραν την γυναίκα του την μέρα που βγήκε έξω για τις δουλειές της σημαίνει πως ήξεραν πολύ καλά που πάει και τι κάνει και ποιες ώρες είναι έξω. Τους παρακολουθούσα αυτό ήταν το μόνο σίγουρο αλλά ποιος μπορεί να την παρακολουθούσε τόσο άμεσα ώστε να ξέρει που πάει ποτε πάει που. Υπήρχαν παντού ύποπτοι και παντού εχθροί. Δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν για αυτό και δεν είπε τίποτα για το δεύτερο τηλεφώνημα που έλαβε. Οποίος και να παρακολουθούσε τώρα τις κινήσεις του θα έπρεπε να βεβαιωθεί ότι όλα γινόταν σωστά και έτσι θα ήξερε και αν ο Ορέστης είχε μιλήσει σε κάποιον. Ας μην τους έμπλεκε από τώρα. Αυτή η μάχη ήταν δίκη του και θα την κέρδιζε μόνος του όπως είχε κερδίσει και ότι άλλο ήθελε. Μα τώρα όμως ήταν η γυναίκα του. Δεν είχε να κάνει ούτε με τις δουλειές του ούτε με χαρτιά ούτε με αριθμούς. Τώρα παίζονταν όλα. Αν έχανα κάποια δουλειά εντάξει θα πήγαινε στην επόμενη διορθώνοντας λάθη για να πετύχει αυτό που ήθελε... Τώρα δεν ήταν η δουλειά. Τώρα παιζόταν η ζωή της γυναίκας του αλλά και η δίκη του.

Σκοτεινό τοπίο. Ο φωτισμός χαλαρός ίσα ίσα για να διακρίνεις τα βασικά μέσα σε αυτόν τον κρύο χώρο. Παλιός χώρος. Οι τοίχοι μουχλιασμένοι τα έπιπλα παλιά και χαλασμένα. Τίποτα γνώριμο στο τοπίο. Τα χέρια της και τα πόδια της ήταν δεμένα σφιχτά και ένιωθε τα σχοινιά να κόβουν το δέρμα της. Τα χείλη της ματωμένα. Ένιωθε την μεταλλική γεύση του αίματος στο στόμα της. Πονούσε αλλά δεν μπορούσε και να φωνάξει. Ποιος θα την άκουγε; Που βρισκόταν. Ήταν μόνη μέσα σε έναν σκοτεινό δωμάτιο και το μόνο που άκουγε ήταν τα βαριά βήματα του αγνώστου που ερχόταν κάθε φορά που ήθελε κάτι ν της πει. Είχε αργήσει. Έτσι νόμιζε. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνο. Πόσες μέρες ήταν εκεί μέσα; Συνήθως ερχόταν πιο συχνά. Είχε μιλήσει με τον Ορέστη τον είχε ακούσει. Ήταν εκεί μαζί της όταν τον πήρε τηλέφωνο. Μάλλον τελικά είχε δίκιο, δεν θα τον ενδιαφέρει για αυτό δεν έχει έρθει κανεις να της πει κάτι. Ήταν πολύ ανόητη που πίστεψε έστω και για μια στιγμή ότι ο άντρας της την νοιαζόταν και θα την ήθελε πίσω. Αλλά και γιατί να την θέλει; Την ήθελε ποτε πραγματικά;
Τα βαριά βήματα του άγνωστου άντρα ακούστηκαν ξανά. Μάζεψε τα πόδια όπως έκανε κάθε φορά που τον άκουγε και χώθηκε στην γωνία της.
«Φοβάσαι;» Την ρώτησε όταν την είδα να είναι πάντα στην γνωστή της θέση.
Τα μάτια της ήταν δεμένα.. μόνο στην αρχή όταν την είχαν παει εκεί είχε δυο δυο αντρες. Ηταν αυτοί που την πήραν. Δεν τους γνώριζε και μαλλον δεν θα τους ξανά έβλεπε και ποτε. Τον άντρα εκείνον δεν μπορούσε να τον δει αλλά και η φωνή του δεν της ήταν γνώριμη. Ποιος να ήταν; Τι ήθελε από εκείνη; Το ήθελε από τον Ορέστη;
«Μην φοβάσαι μικρή πριγκίπισσα ο αντρουλης του δέχτηκε να μας δώσει τα λεφτά... όσο υπακούει τόσο πιο εύκολο θα είναι και για εσένα» της είπε αυτή η βαριά αντρική και εκείνη χαλάρωσε από το σφίξιμο που είχε.
Είχε δεχτεί να δώσει τα λεφτά. Τα βάσανα της θα τελείωναν. Η μήπως όχι; Τι άλλο ήταν διατεθειμένοι να ζητήσουν και ποσό ακόμα θα το τραβούσαν; Μήπως τελικά τα βάσανα τώρα θα άρχιζαν; Και αν ο Ορέστης δεν δεχόταν να κάνει ότι άλλο του ζητούσαν τι θα γινόταν εκείνη; Ο άντρας δεν είπε τίποτα άλλο. Τον άκουσε να πλησιάζει και να λύνει την κορδέλα που είχε στα μάτια της. Όλα σκοτεινά και λίγα πράγματα ήταν ευδιάκριτα. Το πρόσωπο του όμως όχι. Φορούσε ένα καπέλο αυτό το έβλεπε αλλά στο πρόσωπο σκοτάδι.
«Ναι είσαι φρόνημη» της είπε και έφυγε από το δωμάτιο κλείνοντας με δύναμη την πόρτα ενώ η Αλεξάνδρα άφησε χωρις κόπο τα δάκρυα της να κυλήσουν.

Συμφωνία ΓάμουDonde viven las historias. Descúbrelo ahora