Κεφάλαιο 8

2.8K 161 6
                                    

Είχε να κανονίσει μια δουλειά και έφυγε νωρίς το μεσημέρι από την εταιρία. Ο οδηγός του ο Χρήστος τον πήγε μέχρι το σπίτι του βουλευτή Χριστόφορου Βρεττού. Ο Χριστόφορος είχε πάει να τον βρει λίγες μέρες πριν και να του ζητήσει την βοήθεια του σχετικά με ένα πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί και είχε χάσει πολλά λεφτά στο χρηματιστήριο. Ο Ορέστης σκέφτηκε την πρόταση και δεν θα έβγαινε χαμένος από αυτό. Ήταν βουλευτής αν έκανε μια συμφωνία μαζί του ίσως θα μπορούσε να επωφεληθεί από αυτό. Έτσι του τηλεφώνησε την επόμενη λέγοντας του ότι δέχεται την συμφωνία θέτοντας σαν όρο ότι θα έπαιρνε ότι ζητούσε αν του έδινε το ποσό που χρειαζόταν. Ο Χριστόφορος δέχτηκε γιατί δεν είχε άλλη επιλογή και έτσι σήμερα ο Ορέστης πήγαινε μέχρι το σπίτι του για να του παραδώσει ο ίδιος την επιταγή με τα χρήματα που είχαν συμφωνήσει.
«Χρήστο με περιμένεις εδώ δεν θα αργήσω» είπε στον οδηγό του και κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Οι φύλακες τον άφησαν να περάσει αμέσως αφού ο Βρεττός τους είχε ενημέρωση για την άφιξη του Ορέστη. Άνοιξαν την πύλη και ο Ορέστης κατευθύνθηκε μέχρι την πόρτα του σπιτιού όπου εκεί μόλις χτύπησε εμφανίστηκε μια νεαρή κοπέλα χαμογελαστή που τον καλωσόρισε και τον οδήγησε στην τραπεζαρία όπου βρισκόταν ο Χριστόφορος με την γυναίκα του. Παραξενεύτηκε που είδε μόνο το ζευγάρι στο σπίτι. Είχε μάθει βέβαια ότι ο γιος του Χριστόφορου παντρεύτηκε πρόσφατα κόρη γιατρού με δίκη του κλινικη αλλά είχε ακούσει πως είχε και μια κόρη ο Βρεττός. Δεν έκατσε να το ανελκύσει περισσότερο και αφού έγιναν οι συστάσεις με την γυναίκα του μπήκαν κατευθείαν στο θέμα. Ο Χριστόφορος ήταν παλιός γνωστός του πατέρα του και αυτό ήταν ένα από τα επιχειρήματα που τον έκαναν να δεχτεί να κάνει συμφωνία μαζί του. Του παρέδωσε τα λεφτά και αφού βεβαιώθηκε ότι όλα θα πήγαιναν όπως τα είχαν συμφωνήσει έδωσαν τα χέρια και ο Ορέστης με την συνοδεία της κοπέλας που του είχε ανοίξει την πόρτα αποχώρησε από το σπίτι του Βρεττού και μπήκε ξανά στο αυτοκίνητο του με προορισμό την εταιρία του για να τελειώσει κάποιες δουλειές που είχε αφήσει στην μέση. Όμως στον δρόμο προς την εταιρία ξαφνικά μια κοπέλα πετάχτηκε στην μέση του δρόμου.
«Σταματα Χρήστο» είπε στον οδηγό και εκείνος σταμάτησε στο Τσακ για να μην χτυπήσει την κοπέλα η οποία είχε πέσει ελαφρά πάνω στο αυτοκίνητο.
Βγήκε βιαστικά έξω για να δει αν η κοπέλα ήταν καλά.
«Είσαι καλά χτυπησες;» Την ρώτησε ενώ η κοπέλα σήκωσε τα μάτια της για να τον κοιτάξει.
Και τότε αντίκρισε δυο γκρίζα μάτια που ήταν πρησμένα από το κλάμα και τον κοιτούσαν και εκείνος σαν ξα δα έχει χαμένα δεν ήξερε τι να κάνει ή τι να πει.
«Είσαι καλά;» Την ρωτησε ξανά και εκείνη το μόνο που έκανε ήταν να γνεψει καταφατικά χωρις να βγει ούτε μια λέξη από το στόμα της.
Χωρις να πει ούτε μια λέξη σηκώθηκε και έτρεξε μακριά του. Δεν πρόλαβε ούτε να την ρωτήσει τι είχε συμβεί... γιατί έκλαιγε. Έμεινε για λίγα λεπτά έξω από το αυτοκίνητο του ακίνητος να σκέφτεται αυτά τα δυο πληγωμένα γκρίζα μάτια που μόλις είχε αντικρίσει αλλά και την όμορφη αλλά και άγνωστη αυτή κοπέλα που είχε τρέξει μακριά και δεν είχε καταφέρει να μάθει ούτε το όνομα της.
Τα αυτοκίνητα άρχισαν να κορνάρουν και τον επανέφεραν στην πραγματικότητα. Είχαν σταματάει μέσα στην μέση του δρόμου και είχαν κλείσει την κυκλοφορία.
«Κύριε Ορέστη πρέπει να φύγουμε... έχουμε κλείσει τον δρόμο» του είπε ο Χρήστος και εκείνος σαν να συνήλθε μπήκε στο αυτοκίνητο και ο Χρήστος ξεκίνησε για την εταιρία.
Για δουλειά πήγε στο γραφείο και δουλειά δεν έκανε γιατί στο μυαλό του γυρνούσε συνεχώς αυτή η άγνωστη κοπέλα και αυτά τα μάτια... Μα τι μάτια ήταν αυτά... δεν μπορούσε να την βγάλει από το μυαλό του. Τι στο καλό είχε πάθει;
«Ποια είσαι;» Μονολόγησε και ήπιε μια γουλιά από το ποτό που είχε δίπλα του.

Συμφωνία ΓάμουUnde poveștirile trăiesc. Descoperă acum