Κεφάλαιο 7

2.9K 168 29
                                    

Ο Ορέστης Αποστόλου γεννήθηκε μέσα σε μια οικογένεια που ήταν οικονομικά ευκατάστατη αλλά δεν ήταν από τις δυνατότερες την εποχής του. Ο πατέρας του Περικλής Αποστόλου είχε στην κατοχή του μια δίκη του εταιρία αλλά συνεργαζόταν και με άλλες εντός Ελλάδας αλλά και με κάποιες εκτός. Η γυναίκα του Ελεονώρα Νικολάου ήταν από μια εξίσου καλή οικογένεια και όταν της έγινε η πρόταση από τον Περικλή να τον παντρεύει την δέχτηκε αμέσως. Όχι μόνο γιατί ο Περικλής είχε λεφτά αλλά ήταν εξίσου και ένας πολύ ωραίος άντρας και ετσι έναν χρόνο μετά από αυτόν τον γάμο γεννήθηκε ο Ορέστης. Όμορφος από πολύ μικρός... Ήταν μελαχρινός και είχε πάρει τα μαύρα μάτια του πατέρα του και όσο μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο όμορφος και πολλές νεαρές κοπέλες θα έλεγε πως έπεφταν στα πόδια του για ένα βλέμμα του. Σε ηλικία δεκαπέντε έχασε την μητέρα του. Η Ελεονώρα ήταν βαριά άρρωστη και οι γιατροί δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα. Ο πατέρας του έπεσε να πεθαίνει. Τα παράτησε όλα... δουλειές κοινωνική ζωή όλα. Όλα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Τα οικονομικά τους έπεσαν... Τον Περικλή δεν τον ένοιαζε πια. Είχε χάσει ότι πολυτιμότερο είχε πέρα από τον γιο του. Είχε χάσει την γυναίκα του και αυτό δεν το άντεξε για πολύ... Έναν χρόνο μετά η καρδιά του τον πρόδωσε και έφυγε για να συναντήσει την γυναίκα του αφήνοντας πίσω του διάφορα χρέη και μια εταιρία διαλυμένη. Από τα δεκαέξι του ο Ορέστης μπήκε στον χώρο του πατέρα του και ανέλαβε τις επιχειρήσεις του. Στα πρώτα του βήματα σε αυτή την καινούρια ζωή είχε κοντά του δυο από τους πιο έμπιστους φίλους και συμβούλους του πατέρα του να τον βοηθουν και να ελέγχουν την πορεία του μέσα στην εταιρία. Μέσα σε δυο μόνο χρόνια ο Ορέστης με το μυαλό και την αφοσίωση του κατέφερε να κάνει την εταιρία που άφησε διαλυμένη ο πατέρας του μια από τις πιο γνωστές και πιο πετυχημένες της Ελλάδας αλλά γιατί όχι και του κόσμου; Ήταν έξυπνος αφοσιωμένος... Ότι έπρεπε για αυτή την δουλειά. Στις επιχειρήσεις όλα γινόταν με βάση το μυαλό. Αν ήσουν έξυπνος τα έστηνες όλα τέλεια και μπορούσες να πετύχεις τον σκοπό σου. Έκανε την εταιρία να ανεβεί στα ύψη εκεί που δεν ήταν ποτε. Δεν υποτιμούσε τον πατέρα του σε καμία περίπτωση αλλά ο πατέρας του δεν ασχολήθηκε όσο έπρεπε με αυτή την εταιρία. Κατάφερε αργότερα να έχει στην κατοχή όχι μια αλλά δυο εταιρίες δικές του μέσα την Ελλάδα και προσπαθούσε να επεκταθεί και στο εξωτερικό αγοράζοντας μεγάλο ποσοστό μετόχων από εταιρείες που ήταν έτοιμες να διακριθούν. Ήξερε τι έκανε. Είχε το μυαλό και την δύναμη. Ήταν φανερά πιο έξυπνος και πιο προσεκτικός από τον πατέρα του.
Ήταν ένα νεαρό παλικάρι... είκοσι χρονων το οποίο δεν έκανε ότι έκαναν όλοι στην ηλικία του... Να βγει... να φλερτάρει να ζήσει λίγο σαν νέος. Ήταν χωμένος πάντα μέσα στα χαρτιά του και τους αριθμούς των εσόδων της εταιρίας του που όλο και αυξάνονταν. Τον υποτιμούσαν... Πολλοί μεγάλοι και δυνατοί επιχειρηματίες που ήταν χρόνια στην δουλειά τον υποτιμούσαν μα στο τέλος πάντα έχαναν και έτσι μέσα σε τέσσερα χρόνια όλοι έμαθαν ότι δεν πρέπει να υποτιμάς τον Ορέστη Αποστόλου. Έπαιζε έξυπνα. Πολύ έξυπνα. Τους αιφνιδίαζε... κανεις δεν έπρεπε να τον υποτιμά. Ήταν μικρός αλλά αυτό δεν έλεγε τίποτα. Μέσα σε τεσσάρα χρόνια ο Ορέστης ήταν δέκα φορές πλουσιότερος από ότι ήταν τότε ο πατέρας του με όχι μια αλλά δέκα εταιρίες στις οποίες είχα ένα τεράστιο ποσό μετοχών και με τα έσοδα του να αυξάνονται κι άλλο από την μια μέρα στην άλλη. Ήταν στην κορυφή. Ένας από τους πλουσιότερους άντρες του κόσμου αυτή την φορά και όλα αυτά τα είχε καταφέρει μόνος.
Η γυναικεία συντροφιά δεν έλειπε από κοντά του αλλά ποτε δεν ήταν σε σταθερή βάση. Οι σχέσεις του ήταν σύντομες καμία δεν κατάφερε να τον συγκινήσει ιδιαίτερα ώστε να προχωρήσει σε κάτι πιο σοβαρό παρόλο που η γυναίκες σφάζονταν στα πόδια του. Όλες όσες τον πλησίασαν η εκείνος πλησίασε ενδιαφέρονταν για το χρήμα και την ζωή που μπορούσε να της προσφέρει. Εκείνος ήθελε να την αγαπήσει την γυναίκα που θα έχει δίπλα του και όχι απλά να την έχει για τα μάτια του κόσμου. Είχε αδυναμίες όπως όλος ο κόσμος και αυτές δεν άφηνε να φανούν προς τα έξω. Στις δουλειές που έκανε η οποιοδήποτε αδυναμία ήταν ευδιάκριτη θα χρησιμοποιούταν εναντίον του. Σε τέτοιες δουλειές δεν έπρεπε να έχεις αδυναμίες έπρεπε να φαίνεσαι σκληρός σαν πέτρα και άκαρδος ώστε να μην μπορεί κανεις να σε βλάψει με κανέναν τρόπο. Για αυτό πάντα φρόντιζε στις δουλειές του να μην δείχνει καμία από τις αδυναμίες του.
«Το να δείχνεις αδυναμία γιε μου είναι σαν να λες στους αντιπάλους σου είμαι εδώ για να με καταστρέψετε... Στις δουλειές που κάνουμε η οποιαδήποτε αδυναμία που θα δείξεις θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου» του έλεγε ο πατέρας του όταν συζητούσαν οι δυο τους για τις δουλειές.
Ο Ορέστης από μικρός ενδιαφέρονταν να μαθαίνει για τις δουλειές του πατέρα του και εκείνος πάντα φρόντιζε να του λέει πάντα τα βασικά για να τον προετοιμάζει.
«Εντάξει μπαμπά» του απαντούσε εκείνος.
Θυμόταν πάντα τα λόγια του πατέρα του. Όχι αδυναμίες... όχι συναισθήματα. Ήταν δουλειά . Και η δουλειά ήθελε αφοσίωση.
Φυσικά η γυναίκες δεν έλειψαν από την ζωή του λόγω της δουλειάς του αλλά πάντα στην άκρη του μυαλου του είχε τα λόγια του πατέρα του. Όχι αδυναμίες. Όμως μέσα στις δημόσιες εμφανίσεις του και στις δεξιώσεις που παρεβρισκοταν γνώρισε μια γυναίκα που μέχρι τώρα ήταν η μόνη που μπόρεσε έστω και λίγο να αγγίξει την πέτρινη καρδιά του και να τον κάνει να αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση μαζί της που με καμία άλλη δεν είχε κάνει. Το όνομα της της Μαρίνα. Δεν μιλούσε πολύ.. και πάνω από όλα δεν μιλούσε πολύ για την οικογένεια της. Πληγωμένη; Δεν ήξερε... δεν του έλεγε. Δεν έλεγε τίποτα για την ζωή της. Μυστήρια γυναίκα και αυτό τον τραβούσε παρόλο που δεν ήξερε πολλά για εκείνη. Ήταν εικοσιδύο χρονων όταν την γνώρισε και η σχέση τους κράτησε λίγο παραπάνω από τρία χρόνια. Ήταν καλά μαζί. Περνούσαν καλά. Αλλά όταν πέρασε ο πρώτος χρόνος που ήταν μαζί ο Ορέστης ζήτησα να μάθει την αλήθεια που του έκρυβε.
«Θέλω να μάθω Μαρίνα... εσυ ξέρεις σχεδόν τα πάντα για εμένα.. εγώ δεν ξέρω τίποτα για εσένα» της είπε ένα βράδυ που ήταν μαζί αγκαλιά.
«Τι θέλεις να μάθεις Ορέστη;» Τον ρώτησε εκείνη και έφυγε από την αγκαλιά του για να μπορεί να τον κοιτάξει στα μάτια.
«Για εσένα... την οικογένεια σου... ποια είσαι;» Έκανε μια σειρά από ερωτήσεις.
«Ωραία λοιπόν... δεν ξέρω ποια είμαι... δεν ξέρω από που κατάγομαι» του απάντησε με σπασμένη καρδιά η κοπέλα.
«Τι εννοείς;» Απόρησε εκείνος και κάθησε καλύτερα στο κρεβάτι.
«Θέλω να πω ότι μεγάλωσα σε ίδρυμα μέχρι τα τρία μου και μετά με υιοθέτησε μια πλούσια οικογένεια... δεν ξέρω το πραγματικό μου επίθετο αλλά αυτό που απέκτησα στην πορεία είναι Μαρίνα Παπά»
«Του Πέτρου Παπά; Του δικηγόρου;»
«Ακριβώς» απάντησε εκείνη.
«Δεν εψαξες να βρεις τους γονείς σου;»
«Γιατί να το κάνω; Με παράτησαν... δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί τους. Έχω γονείς και με λατρεύουν παρόλο που δεν είμαι δικό τους παιδί» είπε και φάνηκε θυμωμένη.. πληγωμένη... απογοητευμένη.
«Έλα εδώ» της είπε και την έχωσε ξανά στην αγκαλιά του.
Μετάνιωσε λίγο που την είχε ρωτήσει. Ήταν πράγματα που μπορεί να μην ήθελε να θυμάται αλλά και αυτός είχε δικαίωμα να ξέρει. Τον ενδιέφερε αυτή η γυναίκα. Δεν έλεγε ότι την αγαπούσε... για την ακρίβεια δεν της το είχε πει ποτε μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια αλλά ούτε και εκείνη του το είχε πει. Μάλλον ήταν απλά μια δέσμευση αυτή που είχαν. Δεν την αγάπη ούτε έρωτας. Δεν ένιωθε ερωτευμένος μαζί της ούτε είχε την ανάγκη να της πει ότι την αγαπάει και για αυτό δεν το έκανε. Περνούσαν καλά μαζί αλλά μέχρι εκεί. Τίποτα παραπάνω. Δεν έμεναν καν μαζί. Πολύ σπάνια εμενε εκείνη στο σπίτι του. Εκείνος όχι. Είχε τις δουλειές του και προτιμούσε να κοιμάται στο σπίτι του. Η Μαρίνα δεν είχε ούτε καν ένα ζευγάρι αλλά ρούχα στο δικό του σπίτι για όταν εμένε εκεί. Ήταν κάτι σαν μια μόνιμη βραδινή συντροφιά και τίποτα παραπάνω. Δεν ήθελε να το βλέπει έτσι. Αλλά δεν ήξερε και πως το έβλεπε εκείνη. Δεν μιλούσε και πολύ και πολλές φορές ήταν τελείως ανέκφραστη και δεν μπορούσε να καταλάβει τι νιώθει.
«Μαρίνα... είσαι εντάξει με την σχέση μας;» Την ρώτησε μια μέρα που έτρωγαν μαζί το μεσημέρι κάτι που δεν συνήθιζαν.
Συνήθως ο Ορέστης τα μεσημέρια ήταν στην εταιρία.
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ ότι δεν έχεις κάποιο παράπονο ότι δεν αφιερώνω όσο χρόνο θα έπρεπε σε εμάς και τέτοια» της είπε κάνοντας την συζήτηση τελείως τυπική.
«Καλε μου καταλαβαίνω ότι έχεις δουλειές... δεν θα μπορούσα να παραπονεθώ... εξάλλου και εγώ κάνω διαφορα τις ώρες που δεν σε βλέπω... ψώνια βόλτες... και δεν είμαστε και παντρεμένοι για να σου κάνω ανάκριση και σκηνές... σωστά;» Του είπε και ήπιε μια γουλιά από το κρασί της.
Η απάντηση της τον παραξένεψε. Τι είδους απάντηση ήταν αυτή; Είχε δίκιο όμως σε ένα σημείο δεν ήταν παντρεμένοι μα ήταν ζευγάρι... θεωρητικά θα ήταν λογικό να ενδιαφέρεται για το που περνάει εκείνος τις ώρες του όπως και αυτός θεωρητικά πάλι θα έπρεπε να ενδιαφέρεται για το τι κάνει εκείνη όλη την μέρα που είχαν στο γραφείο του και δουλεύει.
«Σωστά» είπε χωρις να θέλει να δώσει συνέχεια στην συζήτηση.
Χαμογέλασε και ήπιε και εκείνος λίγο από το κρασί του ενώ η βραδια τους βρήκε χωριά γιατί η Μαρίνα προτίμησε να πάει στους γονείς της.

Την επόμενη κιόλας μέρα ο Ορέστης έβαλε δυο άντρες από την προσωπική του φρουρά στο σπίτι να την παρακολουθήσουν. Ναι μπορεί να μην ήταν παντρεμένοι αλλά κάτι έκρυβε αυτή η κοπέλα και ο Ορέστης ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να το μάθει.
Τέσσερις μέρες μετά οι άντρες της φρουράς του χτύπησαν την πόρτα του γραφείου του στο σπίτι και του παρέδωσαν έναν καφέ φάκελο ο οποίος είχε μέσα φωτογραφίες... Φωτογραφίες που έδειχναν την Μαρίνα να φιλάει κάποιον άλλον έξω από ένα μικρό φτωχικό σπιτάκι. Έδιωξε τους Άντρες του και γέμισε το ποτήρι του με ουίσκι. Όχι δεν πόνεσε με αυτό... απογοητεύτηκε. Απογοητεύτηκε γιατί για άλλη μια φορά αποδείχθηκε πως όσες γυναίκες τον πλησίαζαν τον ήθελαν για τα λεφτά που είχε και ήταν λάθος του να πιστέψει ότι η Μαρίνα ήταν διαφορετική. Δεν την αγαπούσε αλλά ήταν καλά μαζί της.
Ζήτησε να την συναντήσει το ίδιο βράδυ και χωρις πολλές κουβέντες άφησε πάνω στο τραπέζι τις φωτογραφίες.
«Να σου εξηγήσω» είπε μόνο χωρις να ρίξει καμία άλλη μάτια στο περιεχόμενο που υπήρχε πάνω στο τραπέζι.
«Όλες οι εξηγήσεις είναι σε αυτές τις φωτογραφίες Μαρίνα... δεν υπάρχει κάτι άλλο να πεις... ότι ήταν να μάθω το έμαθα» της είπε ήρεμα και ταυτόχρονα ψυχρά ο Ορέστης και εκείνη έσκυψε το κεφάλι της για να μην τον κοιτάξει στα μάτια.
«Όπως καταλαβαίνεις εμείς τελειώσαμε» είπε και φεύγοντας δεν πήρε τις φωτογραφίες.
Τις άφησε σε εκείνη. Ας τις έκανε ότι ήθελε. Δεν τον ένοιαζε πια. Παράτησε τα πάντα που δεν αφορούσαν την δουλειά του και αφοσιώθηκε εκεί. Ούτε γυναίκες ούτε τίποτα. Μόνο κάτι δημόσιες εμφανίσεις έκανε και αυτές γιατί έπρεπε να γίνουν. Δουλειά σπίτι σπίτι δουλειά. Καμία γυναίκα δεν άξιζε την προσοχή του. Καμία γυναίκα δεν άξιζε το ενδιαφέρον του αλλά ούτε και τα λεφτά του. Αλλά όλα αυτά ήταν μόνο μεγάλα λόγια.. μόνο λόγια... γιατί έφτασε η μέρα που γνώρισε την γυναίκα που κατάφερε να σπάσει την πέτρινη καρδιά του και να την κάνει να χτυπά ξανά. Έφτασε η μέρα που αντίκρισε την μοναδική γυναίκα που θα τον έκανε να σπάσει την σκληρότητα του και να δείξει τις αδυναμίες του... Κάτι που δεν έπρεπε να γίνει. Και όμως έγινε. Τόσο ξαφνικά... τόσο απρόοπτα τόσο τυχαία. Αλλά ποτε δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η μοίρα σωστά; Και η δίκη του μοίρα ήταν να πέσει πάνω σε εκείνο το κορίτσι εκείνη την μέρα. Όπως και η δίκη της μοίρα ήταν να πέσει πάνω σε εκείνον.... Τίποτα για εκείνον δεν θα ήταν πια το ίδιο... Όλα άλλαξαν από εκείνη την μέρα... Όλα άλλαξαν από την μέρα που μπήκε στον δρόμο του η Αλεξάνδρα.

Συμφωνία ΓάμουOù les histoires vivent. Découvrez maintenant