Κεφάλαιο 6

2.9K 173 17
                                    

Αγάπη.. Τι είναι τελικά η αγάπη; Ένα συναίσθημα;μια συνήθεια που έχει ο κόσμος να λέει ότι αγαπά; Τι κάνει τελικά τον άνθρωπο να αγαπά; Υποθέτω ότι κανεις δεν θα μάθει ποτε. Ας πάρουμε όμως την αγάπη σαν συναίσθημα και τον έρωτα σαν μια βαθιά αρρώστια που δεν μπορεί να γιατρευτεί εύκολα. Ο έρωτας ήταν αυτό που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον. Η Αλεξάνδρα ήταν ερωτευμένη και αυτός το ίδιο. Και έτσι ζούσαν και αυτοί τον παράνομο και απαγορευμένο έρωτα τους σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα μόνο που δεν είχαν φανταστεί που θα κατέληγε αυτός ο έρωτας δυο χρόνια μετά. Λίγους μήνες κράτησε το παραμύθι μέχρι να τους πάρει χαμπάρι η Ρεγγίνα. Κάποιος γνωστός της οικογένειας Βρεττού τους είχε πετύχει μαζί και τα είπε όλα στην μητέρα της. Στο σπίτι έγινε μεγάλη φασαρία. Οι φωνές τις Ρεγγίνας αλλά αυτή την φορά και του Χριστόφορου ακούγονταν σε όλο το σπίτι με μοναδικό αποτέλεσμα η Αλεξάνδρα να μαζέψει τα πράγματα της και να φύγει από το σπίτι. Η Ρεγγίνα έπεσε στα πατώματα. Η κόρη του Χριστόφορου Βρεττού να έχει πάρε δώσε με ένα τέτοιο αγόρι... και το χειρότερο να παρατήσει την οικογένεια της και να πάει να ζήσει μαζί του. Πολύ βαρύ για την οικογένεια.
«Αν περάσεις αυτή την πόρτα Αλεξάνδρα όλα όσα σου προσφέρουμε θα χαθούν. Ούτε κάρτες ούτε χρήματα... θα πρέπει να τα βγάλεις πέρα μόνη σου» της είχε πει ο πατέρας της όμως οι απειλές του δεν περνούσαν πια. Πέρασε αυτήν την πόρτα και έφυγε χωρις να την νοιάζει αν θα έχανε όσα είχε.
Ποτε δεν θα ήθελε στην πραγματικότητα. Το μόνο που ήθελε ήταν να είναι μαζί του και αν έπρεπε να ζήσει σε ένα δυάρι που νοίκιαζε ο ίδιος θα το έκανε. Ακόμα και το δυάρι θα της φαινόταν παλάτι αφού θα ήταν με τον αγαπημένο της. Αν ήταν ανάγκη θα δούλευε κιόλας. Γιατί όχι; Όλοι δουλεύουν για να ζήσουν. Οι περισσότεροι τουλάχιστον. Κάποιοι δεν τα περιμένουν όλα στο χέρι αλλά παλευτούν για να τα αποκτήσουν. Έτσι θα έκανε και εκείνη. Θα πάλευε για να αποκτήσει αυτά που ήθελε.
Ο Μαριος την επισκεπτόταν συχνά. Παρόλο που ήταν νιόπαντρος είχε τύχει να ήταν μπροστά όταν η αδερφή του έφυγε από το σπίτι. Ήθελε να την βοηθήσει ακόμα και να της δώσει λεφτά αλλά εκείνη πάντα αρνιόταν και αφού δεν δεχόταν τα χρήματα το λιγότερο που μπορούσε να κάνει ήταν να της βρει μια δουλειά όπως και έκανε. Πέρασε από διαφορα καταστήματα που ζητούσαν για κάποια πωλήτρια και όταν βρήκε το κατάλληλο έδωσε μια καλή επιταγή στον ιδιοκτήτη ώστε να προσλάβει την Αλεξάνδρα. Πήγε την επόμενη κιόλας στο σπίτι που εμενε με τον Μάρκο και της ανακοίνωσε ότι ένα κατάστημα που πουλούσε είδη περιποιήσεις σώματος έψαχνε για πωλήτρια και δεν έχασε χρόνο. Την πήραν αμέσως στην δουλειά όπως είχε κανονίσει ο Μαριος και φρόντισε ποτε εκείνη να μην μάθει την αλήθεια. Και δεν την έμαθε ποτε. Δεν άφησε ο Μάριος να την μάθει. Δυο χρόνια δούλευε εκεί μέσα και άρχισε να το νιώθει και σαν σπίτι της όταν άρχισαν τα πρόβλημα στο κανονικό της σπίτι. Έναν χρόνο μετά την συγκατοίκηση τους άρχισαν οι τσακωμοί για την οικονομική τους κατάσταση. Δεν τα έβγαζαν πέρα. Ο Μάρκος με την δουλειά που έκανε έπαιρνε πολύ λίγα και ο μισθός της Αλεξάνδρας έφτανε μόνο και μόνο για να καλύψουν τα βασικά έξοδα και τίποτα άλλο. Η Αλεξάνδρα δεν είπε τίποτα στον αδερφό της κάθε φορά που τον επισκεπτόταν. Τον άφηνε να πιστεύει πως όλα ήταν υπέροχα στην κοινή τους ζωή παρόλο που τα μαύρα σύννεφα είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους. Θα το πάλευε όμως. Θα επιβίωνε... θα κατάφερνε να κάνει αυτή την σχέση να επιβιώσει. Αν ήταν ανάγκη θα έβρισκε και μια δεύτερη δουλειά. Το έκανε. Βρήκε και μια δεύτερη δουλειά σαν πωλήτρια πάλι σε ένα κατάστημα με ρούχα και πήγαινε εκεί τα πρωινά ενώ τα απογεύματα στην άλλη της δουλειά. Οικονομικά με τους δυο μισθούς της και με αυτόν του Μάρκου τα έβγαζαν πέρα καλύτερα αλλά από εκεί μετά οι τσακωμοί είχαν άλλο θέμα. Τις ώρες που έλειπε από το σπίτι.
«Αλεξάνδρα δεν σε βλέπω καθόλου. Όλη την μέρα δουλεύεις και δεν έχεις χρόνο για εμάς» της είπε φωνάζοντας μια μέρα που μάλωναν.
Το έκαναν συχνά τελευταία.  Κόντευαν δυο χρόνια μαζί και ο τελευταίος χρόνος περνούσε περισσότερο με τους τσακωμούς τους παρα με όμορφες στιγμές.
«Τι θες να κάνω; Πρώτα παραπονιέσαι πως τα λεφτά δεν φτάνουν τώρα που είναι καλύτερα παραπονιέσαι ότι δεν με βλέπεις... τι άλλο θες να κάνω; Κάνω δυο δουλειές για να μην μες λείψει τίποτα... γυρνάω κάθε μέρα στο σπίτι πτώμα και πάλι παραπονιέσαι» του είπε εκείνη και ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
Είχε κουραστεί. Είχε εξαντληθεί. Δεν περίμενε ότι η ζωή εκεί έξω θα ήταν εύκολη αλλά ούτε και περίμενε ότι θα παλεύει να σώσει μια σχέση που είχε αρχίσει εδώ και καιρό να διαλύεται.
«Ζητα από τους γονείς σου Αλεξάνδρα. Από τον αδερφό σου... δεν γίνεται να μην σε βλέπω εγώ καθόλου» της φώναξε.
«Είσαι καλά;» Είπε τώρα εκείνη φωνάζοντας. «Έφυγα από το σπίτι μου για να ζήσω μαζί σου άφησα πίσω μου τα πάντα για να αρχίσω μια ζωή μαζί σου... μου έκοψαν τα πάντα οι δικοί μου και τώρα μου λες τι; Να ρίξω τον εγωισμό μου και να πάω να ζητήσω λεφτά; Να τους δείξω ξεκάθαρα ότι είχαν δίκιο; Ότι είχαν δίκιο όταν έλεγαν ότι δεν θα τα καταφέρουμε και ότι η ζωή δεν είναι έτσι όπως νομίζουμε... όχι δεν θα πέσω τόσο χαμηλά... και από τον Μάριο δεν ζητάω τίποτα ποτε... θα τα καταφέρω ακόμα και αν χρειάζεται να λείπω όλη μέρα από εδώ» είπε και το εννοούσε.
Λεφτά από τους γονείς της η τον Μάριο δεν θα ζητούσε. Είχε επιλέξει αυτόν τον τρόπο ζωής και έπρεπε να τα καταφέρει μόνη της. Που να ήξερε όμως τι την περίμενε λίγο καιρό μετά όταν γύριζε στο σπίτι μεσημέρι από την δουλειά της. Που να ήξερε ότι θα έβρισκε τον άντρα που αγαπούσε στην αγκαλιά μιας άλλης μέσα στο σπίτι που έμεναν. Πάνω στο κρεβάτι που κοιμόντουσαν.
«Μωρό μου... δεν... δεν είναι αυτό που νομίζεις» είπε έντρομος όταν την είδε αλλά εκείνη δεν έκατσε να ακούσει καμία δικαιολογία. Πήρε την τσάντα της έφυγε τρέχοντας από εκεί ώστε να μην καταφέρει να την προλάβει και τότε καθώς έφτανε στον κεντρικό δρόμο παραλίγο να πέσει πάνω σε ένα αυτοκίνητο το οποίο όμως σταμάτησε έγκαιρα.

Συμφωνία ΓάμουDonde viven las historias. Descúbrelo ahora